Τυροκόμος

«Έφυγε» ο Λέσβιος Νέστορας της τυροκομίας Ευριπίδης Θυμέλης

Ευφυής, εργατικός, οραματιστής, αυστηρός αλλά και δίκαιος ενσάρκωσε στο πρόσωπο του την γενιά όπου οι ανάγκες της τότε κοινωνίας και οι ελάχιστες διαθέσιμες πρώτες ύλες τους οδήγησαν στο να πετύχουν και να δημιουργήσουν.

Η ιστορία των τυροκομικών προϊόντων Θυμέλης ξεκινά το 1945 στο νησί της Λέσβου στο βορειοανατολικό Αιγαίο πέλαγος. Ο Ευριπίδης Θυμέλης, ιδρυτής του τυροκομείου Θυμέλη, μέλος μιας άλλης γενιάς παραδοσιακών τυροκόμων και ένας από τους γηραιότερους που σχετίζονται με το συγκεκριμένο επάγγελμα. Είναι αυτός που κατάφερε να αξιοποιήσει τις πρώτες ύλες που προσφέρει το νησί, για την παραγωγή των τυροκομικών προϊόντων. Παραγωγή σε τυρί, κεφαλοτύρι, γραβιέρα, φέτα και βούτυρο. Έτσι στα μέσα του προηγούμενου αιώνα ξεκίνησε στην Άντισσα, μια από τις καλύτερες ελληνικές τυροκομικές βιομηχανίες.

Η εξόδιος ακολουθία θα πραγματοποιηθεί την Τρίτη 23 Ιανουαρίου στης 12:00 στον Ιερό Ναό Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην Άντισσα. Αντί καταθέσεως στεφάνου τα χρήματα θα δοθούν για την αναστύλωση και αναπαλαίωση της μαρμάρινης βρύσης στην πλατεία του χωριού.

Για 70 χρόνια ο Ευριπίδης Θυμέλης αξιοποιεί την παραγωγή της Λέσβου στηρίζοντας τον τόπο του

Ο Τυροκόμος και η Agrenda θυμούνται την συνάντηση τους με τον τυροκόμο Ευριπίδη Θυμέλη ο οποίος μίλησε για την απαρχή της κτηνοτροφίας στο νησί, αμέσως μετά από την αποχώρηση των Γερμανών από τη χώρα. Παρατίθεται το άρθρο που δημοσιεύτηκε στις 25/01/2019.

Λίγα πρόβατα «µυτιληνιά» και βελανιδιές συναντούσε κανείς από την Καλλονή µέχρι την Άντισσα όταν έφυγαν οι Γερµανοί. Στο ρηµαγµένο από την Κατοχή και τους µαυραγορίτες νησί, η συλλογική ανάγκη του χωριού έδειξε το δρόµο στον νεαρό τότε Ευριπίδη Θυµέλη, γέννηµα θρέµµα της Άντισσας, και τον πατέρα του προς την τυροκοµεία.

«Τι άλλο να κάνεις; Αυτά ήταν τα προϊόντα του χωριού. Το γάλα και το βελανίδι» ξεκινά την αφήγηση ο κ. Θυµέλης. «Είχαµε ένα µπακάλικο προπολεµικώς, έκλεισε όµως στην Κατοχή και βγήκαν άλλοι έµποροι. Μόλις έγινε η Απελευθέρωση, ο πατέρας µου µάζεψε τους καλούς που ήταν εδώ τότε να κάνουν µια δουλειά µαζί. Όπως ήταν τα  πράγµατα, κεφάλαια δεν είχαν, τίποτα δεν είχαν, ξεκίνησαν και κάνανε ένα καλό παντοπωλείο και ένα τυροκοµείο. Έπαιρναν τότε 500 κιλά γάλα την ηµέρα, δεν είχε και παραπάνω», θυµάται.

Το τυρί, το διέθεταν τότε στα γειτονικά χωριά, το πολύ πολύ να έφτανε έως τη Μυτιλήνη, που βρίσκεται στην άλλη άκρη του νησιού, σε ποσότητες που δεν ξεπερνούσε τους τέσσερεις µε πέντε τόνους το χρόνο. Το γάλα λειτουργούσε αντί χρηµάτων. «Όλοι οι κτηνοτρόφοι αγόραζαν τα προς το ζην από το µπακάλικο εδώ, πληρώνοντας µε γάλα και όταν έκλεινε το τυροκοµείο κάποια δουλειά, γινόταν η εξόφληση για το γάλα από τα κέρδη µε το τυρί».

Το κασέρι ήταν η πρώτη παραγωγή του τυροκοµείου που σήµερα έφτασε να προµηθεύει µια από τις µεγαλύτερες αλυσίδες σουπερ µάρκετ της χώρας, µε παραγωγή πάνω από 400 τόνους κασέρι ετησίως, γραβιέρας, λαδοτυριού και φέτας. «Ήταν το µόνο τυρί που µπορούσαµε να το κάνουµε. Είναι λαϊκό τυρί το κασέρι. Κασέρι και φέτα ήθελε τότε ο κόσµος» εξηγεί ο ίδιος.

Η γνωριμία με τον Σπύρο Σκλαβενίτη το ‘80 και το καμάρι για την Βαρβάκειο

Η ανάπτυξη της κτηνοτροφίας ήταν για τις επόµενες δυο δεκαετίες υποτυπώδης. «Γύρω στο ‘70 άρχισε να ανεβαίνει η κτηνοτροφία εδώ, κι εµείς µέχρι το 1960 ήµασταν µικροί. Σιγά σιγά µεγάλωσε παραγωγή εδώ, και εµείς µαζί, µετά ξεκινήσαµε να παίρνουµε γάλα και από άλλα χωριά», εξηγεί ο κ. Θυµέλης.

Τα ηνία της επιχείρησης έχει αναλάβει εδώ και λίγα χρόνια ο γιός του Ευριπίδη Θυμέλη, Ιγνάτιος.

Οι συνεργασίες που έκανε µε τους κτηνοτρόφους και τους συνεταιρισµούς ήταν πάντα πολυετείς και στηρίζονταν στις βάσεις που µπήκαν από το ξεκίνηµα. «Ήξερε ο ένας τον άλλο, τα βιβλία µας ήταν απλά, χωρίς αποδείξεις, χωρίς υπογραφή. Έρχονταν διάφοροι, δώσε µου 5.000 δραχµές, δώσε µου 1.000 δραχµές, τα έδινα µου τα έφερναν. Τις προστριβές τις απέφευγε ο κ. Θυµέλης και µε τους κτηνοτρόφους και τους συνεργάτες του στο τυροκοµείο.

«Με τιµιότητα και εργατικότητα µεγαλώσαµε µαζί και αποκτήσαµε µια θέση στους µεγάλους. ∆εν είχαµε ποτέ µε τους κτηνοτρόφους προστριβές, κανείς δεν είπε κακή κουβέντα για µας», αναφέρει µε ικανοποίηση, για µερικούς από τους φίλους του παλιούς κτηνοτρόφους που ακόµα και σήµερα στο καφενείο του χωριού του προσφέρουν κεράσµατα.

Για τα προϊόντα του µιλάει µε καµάρι και αυτοπεποίθηση. «Πάντοτε η επιθυµία µου ήταν να έχω καλό εµπόρευµα. Και έλεγα στους µαστόρους, δεν θα λυπάστε ότι θα έχουµε ακριβότερο κόστος, θέλω να είναι το εµπόρευµα πρώτης κατηγορίας και αυτό το κρατήσαµε χρόνια τώρα» είπε, και όπως εξήγησε, στην Βαρβάκειο που χτυπούσε µέχρι και το 1990 η καρδιά της αγοράς των Αθηνών τα προτιµούσαν, ενώ στο καφενείο που οι τυροκόµοι όλης της χώρας συναντιόντουσαν πριν ξεκινήσει ο καθένας για τις δουλειές του στη πόλη, όλοι τον ήξεραν σαν τίµιο και ειλικρινή.

Σε µια από αυτές του τις εξορµήσεις στην Αθήνα, γνώρισε και τον Σπύρο Σκλαβενίτη, όταν περνώντας έξω από ένα σούπερ µάρκετ, στο δεύτερο µισό της δεκαετίας του 1980, µπήκε µέσα και ρώτησε αν χρειάζονται εµπόρευµα. «Μου λέει βάλε 200 πλάκες γραβιέρα και 100 κιβώτια κασέρι και ξεκινήσαµε. Για µένα αυτή η ποσότητα ήταν µεγάλη υπόθεση τότε. Γίναµε φίλοι µε τον κ. Σπύρο και πάντοτε µε πρόσεχε», εξιστορεί ο κ. Θυµέλης.