Τυροκόμος

Η μάχη γάλακτος και φυτικών πρωτεϊνών και η ψήφος εμπιστοσύνης καταναλωτών στα γνήσια γαλακτοκομικά προϊόντα

Ένας ανερχόµενος σκληρός ανταγωνισµός από φυτικά ροφήµατα, το ρευστό θεσµικό και πολιτισµικό πλαίσιο αλλά και οι ανακατατάξεις στις βλέψεις πολυεθνικών µε αντίκτυπο στην παγκόσµια αγορά γάλακτος, οδηγούν τον κλάδο της κτηνοτροφίας σε µια περίοδο συσσώρευσης. Η έξοδος από αυτήν θα απαιτήσει ουσιαστικές επενδύσεις από τους συντελεστές προκειµένου να σπάσουν οι «αντιστάσεις» που υπαγορεύει το υφιστάµενο κλίµα. Πάντως, φαίνεται ότι από την πλευρά της κατανάλωσης η απομάκρυνση από δίαιτες που απορρίπτουν τα «λιπαρά» αλλά και η αναζήτηση του στοιχείου της αυθεντικότητας, διαμορφώνουν μια γερή βάση για τον κλάδο του τυριού και των λοιπών γαλακτοκομικών προϊόντων. Τον ελέφαντα άλλωστε στο δωμάτιο, μόλις τώρα άρχισαν να παρατηρούν αναλυτές και διεθνούς κύρους μέσα και αυτός δεν είναι άλλος, από τις αδιάληπτες και υπερκατεργασμένες πρώτες ύλες που απαιτούν τα φυτικά υποκατάστατα.

Οι Financial Times κάνουν λόγο για µια «µάχη» που θα καθορίσει «το µέλλον» του γάλακτος, αναφερόµενοι στην καταναλωτική, ερευνητική και επενδυτική δηµοφιλία που γνωρίζει τα τελευταία χρόνια η αγορά φυτικών εναλλακτικών του γάλακτος. Βέβαια µε όρους οικονοµικών µεγεθών πρόκειται για ένα τετριµµένο δίπολο ∆αυίδ εναντίον Γολιάθ, αφού τα 17 δισ. δολάρια κύκλου εργασιών που διαµορφώνει αυτή τη στιγµή η αγορά φυτικών ροφηµάτων, είναι µια σταγόνα στον ωκεανό των 650 δισ. της αγοράς παραδοσιακών γαλακτοκοµικών.

Όµως όσο τα τελευταία χρόνια οι επιστήµονες αναπτύσσουν µεθόδους ώστε να ανεβάσουν τα θρεπτικά συστατικά των φυτικών ροφηµάτων κοντά στα επίπεδα του γάλακτος, τόσο εκτιµάται ότι ο ανταγωνισµός για τα µερίδια της αγοράς εντείνεται. Η τελευταία «συνταγή» ανακατεύει πρωτεΐνες αρακά µε νερό, ίνες σικορέ, ζάχαρη και ηλιέλαιο στη νέα ετικέτα Wunda που λάνσαρε πρόσφατα η Nestle. Αυτή περιέχει 2.2 γραµµάρια πρωτεΐνης ανά 100 ml έναντι 3 γραµµαρίων που έχει το «πατροπαράδοτο» αγελαδινό γάλα. Σίγουρα τέτοιες συνταγές δεν κάθονται καλά στο µάτι, αλλά όπως αρκετοί σύγχρονοι φιλόσοφοι παραθέτουν, ζούµε σε µια εποχή όπου το παράλογο επικρατεί.

Ήδη εδώ και µερικά χρόνια οι κινήσεις των πολυεθνικών και των µεγάλων γαλακτοβιοµηχανιών υπαγορεύονται λίγο έως πολύ από τον αυτονόητο κανόνα της διαφοροποίησης. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι µε την καθυστερηµένη της είσοδο στα φυτικά ροφήµατα η Nestlé παραδέχεται ότι διαµορφώνεται µια επίµονη τάση που δεν συνιστά έναν κοινό µεσοαστικό ενθουσιασµό. Ένα βήµα πιο µπροστά η Danone, πέτυχε πωλήσεις αξίας 2,2 δισ. ευρώ το 2020 σε φυτικά επιδόρπια. Πλέον µια άλλοτε niche εταιρεία από την Σουηδία, η Outley, ετοιµάζεται για την είσοδό της στο χρηµατιστήριο µε την αρχική δηµόσια προσφορά να υπολογίζεται σε τουλάχιστον 10 δισ. δολάρια.

Ότι χάνει η σόγια κερδίζει το αµύγδαλο
Όσο η εδραίωση τέτοιων προϊόντων επιταχύνεται, αυξάνεται η ζήτηση για αγροτικές πρώτες ύλες. Μάλιστα, στα θετικά που αποτυπώνει το εκτενές αφιέρωµα των Financial Times, βρίσκεται η αποµάκρυνση από το γάλα σόγιας. Ό,τι µερίδιο χάνει η σόγια ως πρώτη ύλη φυτικών ροφηµάτων, το κερδίζουν προϊόντα όπως τα αµύγδαλα, το φιστίκι και τελευταία το µπιζέλι. Πρόκειται για καλλιέργειες που ευδοκιµούν στην Ελλάδα και γνωρίζουν τα τελευταία χρόνια ανάπτυξη ως προς τις εκτάσεις τους, µε την τάση των φυτικών ροφηµάτων να εξασφαλίζει ένα ακόµα διέξοδο στις αγορές για τους αγρότες. Η σόγια φαίνεται ότι υποχωρεί αφού η καλλιέργειά της έχει συνδεθεί έντονα µε την αποψίλωση δασών, κάτι που συνιστά κόκκινη σηµαία για τον βασικό κορµό του κοινού φυτικών ροφηµάτων.
Τα ροφήµατα σόγιας παρασκευάζονται εδώ και αιώνες στην Κίνα, ενώ εξίσου µακρά είναι και η ιστορία του γάλακτος αµυγδάλου στη Μέση Ανατολή. Η πρώτη όµως εµπορικά αξιοσηµείωτη επαφή του ανεπτυγµένου κόσµου µε αυτές τις εναλλακτικές ήρθε πριν από 40 χρόνια, όταν έφτασαν στη δηµόσια σφαίρα αναφορές σχετικά µε τη δυσανεξία στη λακτόζη. Με άλλα λόγια, η πληθώρα ροφηµάτων βρόµης, καρύδας, ρυζιού, κριθαριού, βιοµηχανικής κάνναβης και άλλων που καταλήγουν µε αυξανόµενους ρυθµούς στα ψυγεία των καταναλωτών, διαµορφώνουν έναν αυταπόδεικτο νεωτερισµό. Την τελευταία δεκαετία, οι πωλήσεις έχουν εννιαπλασιαστεί στις δυτικές αγορές, σύµφωνα µε το Euromonitor. Από την άλλη ωστόσο µετατίθεται η πίεση στους κτηνοτρόφους και κυρίως στις εντατικές βοοτροφικές µονάδες, που όπως όλα δείχνουν, θα κληθούν να ακολουθήσουν ένα πιο ήπιο παραγωγικό µοντέλο που απαιτεί εκσυγχρονισµό και επενδύσεις σε έρευνα και εξοπλισµό, στην κυκλική οικονοµία και στην επικερδή διαχείριση υποπροϊόντων.

Στο βαθµό όµως που αφορά τα γαλακτοκοµικά προϊόντα, φαίνεται ότι η τάση είναι ευνοϊκή. Μάλιστα όλες οι µελέτες αγοράς αξιόπιστων οργανισµών όπως η Κοµισιόν και η Rabobank, εκτιµούν ότι µόνο συρρίκνωση δεν µπορεί να αναµένει η αγορά γάλακτος, όσο οι δείκτες ζήτησης και εξαγωγών γαλακτοκοµικών προϊόντων και δη τυριών βαίνουν αυξανόµενες. Σύµφωνα τις εκθέσεις αυτές, ιδιαίτερα στις αγορές προϊόντων προστιθέµενης αξίας θα κυριαρχήσουν τα ευρωπαϊκά τυριά και τα γαλακτοκοµικά προϊόντα. Η Κοµισιόν µάλιστα εκτιµά ότι µέχρι το 2030, η τάση που διαµορφώνεται γύρω από το τυρί, οδηγεί σε υψηλότερη κατά κεφαλήν κατανάλωση. Συγκεκριµένα υπολογίζει στα 21,8 κιλά την κατανάλωση, ήτοι 1 κιλό πάνω από τα επίπεδα του 2020. Αξίζει να σηµειωθεί ότι η ΕΕ παραµένει ο µεγαλύτερος εξαγωγέας τυριού. Ελέγχοντας το 49% των παγκόσµιων εξαγωγών ως το 2030.

Επιπλέον, ο αντίκτυπος σε πολιτικό επίπεδο που επιτρέπεται να έχει µια αγορά αξίας 650 δισ, έναντι µιας των 17 δισ. δίνει την απαιτούµενη ευχέρεια για λόµπινγκ στο κλάδο, ο οποίος σε ευρωπαϊκό επίπεδο, έχει ήδη πετύχει τον αποκλεισµό ονοµασιών όπως «τυρί», «βούτυρο» ή «γιαούρτι» για προϊόντα από φυτικές πρώτες ύλες, ενώ σε επίπεδο Ευρωβουλής, προωθείται πλέον η απαίτηση τα προϊόντα αυτά να µην διατίθεται ούτε καν σε συσκευασίες που παραπέµπουν στα αντίστοιχα γαλακτοκοµικά.

Τώρα επενδύουν οι πολυεθνικές στα φυτικά ροφήµατα

Αυτή η «µανία» γύρω από τα φυτικά ροφήµατα φαίνεται ότι αποκτά το τελευταίο διάστηµα µια πιο µόνιµη θέση στα χαρτοφυλάκια των εταιρειών. Αρκετοί θα θυµούνται την προ εικοσαετίας µόδα των «χαµηλών σε υδατάνθρακες» τροφίµων, που έπεισε τότε την Unilever να λανσάρει ειδική κατηγορία προϊόντων. Η ιστορία έκρινε την τάση αυτή ως έναν απλό ενθουσιασµό και µάλλον εδώ αποδίδεται και η διστακτικότητα αρκετών βιοµηχανιών να επεκταθούν στην
αγορά φυτικών ροφηµάτων νωρίτερα. Μόλις πέρυσι η Arla κυκλοφόρησε σειρά φυτικών ροφηµάτων, κάτι που έχει βαρύτητα δεδοµένου ότι η ίδια εταιρεία είχε «πολεµήσει» µε ζήλο την άνοδο αυτής της κατηγορίας προϊόντων. «Βλέπουµε πλέον ότι είναι ένας αναπτυσσόµενος κλάδος και θέλουµε να συµµετέχουµε κι εµείς σε αυτό» σχολίασε η Χάνε Σόντεργκαρντ, στέλεχος της συνεταιριστικής πολυεθνικής.

Σηµειώνεται εδώ πως η Lactalis, ο µεγαλύτερος όµιλος γαλακτοκοµικών παγκοσµίως, λάνσαρε το 2019 φυτικά
επιδόρπια, ενώ η Danone το 2018 αγόρασε έναντι 12,5 δισ. δολαρίων την αµερικανική WhiteWave Foods,
προκειµένου να εξασφαλίσει έτοιµα προϊόντα για τις αγορές της.

Χρηµατοδότηση σε ιστορικά υψηλά 

Σε έναν πλέον τόσο ανταγωνιστικό τοµέα, η βιοµηχανία αντιµετωπίζει την πίεση των αναπτυξιακών περιθωρίων ενώ εισέρχεται σε µια αναπόφευκτη διαδικασία ενοποίησης δραστηριοτήτων, όσο παράλληλα ήδη χτυπάει το πρώτο «καµπανάκι» από τους καταναλωτές, που απορρίπτουν πια την προ ολίγων ετών τάση για δίαιτες χαµηλές σε λιπαρά. Ωστόσο διατηρούνται οι αυξηµένες επενδυτικές ροές. Τα κεφάλαια που επενδύθηκαν πέρυσι στον τοµέα των φυτικών εναλλακτικών του γάλακτος, έφτασαν τα 1,6 δισ. δολάρια, από τα 64 εκατ. που κυµαίνονταν µόλις το 2015.

Η Califia Farms – αµερικανική εταιρεία ροφηµάτων µε βάση τα φυτά – επένδυσε 170 εκατ. δολάρια περισσότερα, ενώ η ευρωπαϊκή Oatly 200 εκατ. δολάρια. Αξίζει να σηµειωθεί ότι από τις µεγάλες εταιρείες και τα brands πολυεθνικών, υπάρχουν ακόµα τουλάχιστον 124 αυτόνοµες µικρότερες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον κλάδο σε παγκόσµιο επίπεδο.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η στρατηγική ανάπτυξης αγορών που εφαρµόζουν. Η Oatly συνειδητοποίησε ότι η επωνυµία της θα µπορούσε να καθιερωθεί γρήγορα σε νέες αγορές µέσω συνεργασιών µε καφετέριες. Στοχεύει σε αλυσίδες καφέ µε µεγάλη αναγνωρισιµότητα αφού όπως εκτιµούν, ο καφές είναι «η κύρια είσοδος για την γνωριµία και την υιοθέτηση φυτικών ροφηµάτων, ειδικά εφόσον εκείνα αναδεικνύονται µε επαγγελµατικό τρόπο στα χέρια barista και µαγείρων.

Ταυτόχρονα συλλέγουν τα φιλοπεριβαλλοντιικά διαπιστευτήριά τους.
Η Oatly επισηµαίνει το αποτύπωµα άνθρακα κάθε προϊόντος της. Η Nestlé εξασφάλισε πιστοποίηση ουδέτερου ανθρακικού αποτυπώµατος για τη Wunda από την Carbon Trust.