Τυροκόμος

Οι βουνίσιοι θησαυροί της τυροκόμησης από το μεγάλο διάβα των τσελιγκάτων

του Γιώργου Λαμπίρη

Εκεί, αφού  τα αιγοπρόβατα  έχουν βοσκήσει σε ένα φυσικό περιβάλλον με γηγενή βότανα και χόρτα, παράγουν γάλα με υψηλή ποιοτική υπεροχή, προς την αξιοποίηση του οποίου, σημειωτέον, έχει δραστηριοποιηθεί η Ένωση Μετακινούμενων Κτηνοτρόφων Ηπείρου με τη δημιουργία σχετικού brand υπεραξίας.

«Είναι το παράπονό τους» αναφέρει σχετικά ο βραβευμένος φωτογράφος Δημήτρης Τοσίδης, που βρέθηκε στα ορεινά της Πίνδου και γνώρισε από κοντά τη ζωή τεσσάρων οικογενειών, δημιουργώντας μαζί τους σχέσεις ζωής.  Μάλιστα για το μεγάλο του οδοιπορικό, που φέρει την ονομασία «Διάβα, νομαδικός ποιμαντισμός στην ορεινή Βόρεια Ελλάδα» και περιγράφει τη διαδρομή των κτηνοτρόφων με τα κοπάδια τους από τα βουνά στα χειμαδιά για να ξεχειμωνιάσουν, τιμήθηκε με το βραβείο Athens Photo World 2021.

Αν και τα ζώα τους αποδίδουν ένα προϊόν υψηλής ποιότητας, «αδυνατούν να το πουλήσουν σε τιμές τέτοιες που να δικαιολογούν την αξία τους», σημειώνει ο Δημήτρης Τοσίδης. «Παράγουν Φέτα και Αναβατό. Έχω φάει τενεκέδες από τα τυριά αυτά και ακόμα περισσότερα κιλά πρόβειου κρέατος. Γάλα δεν είχα την τύχη να πιω γιατί το διάβα γίνεται στο τέλος του καλοκαιριού και πριν αρχίσουν να γεννούν τα ζώα, οπότε δεν βγάζουν γάλα». Υπερασπιζόμενος τη μοναδικότητα αυτών των σκληραγωγημένων ανθρώπων ο φωτορεπόρτερ του Αθηναϊκού – Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων, τον οποίο συνάντησε η ειδική ετήσια έκδοση «Top50 by Τυροκόμος» για να καταγράψει την εμπειρία του, μίλησε για κάθε μία από τις τέσσερις οικογένειες που γνώρισε.

«Είναι ερωτευμένοι με αυτό που κάνουν. Ο Θωμάς Ζιάγκας, για να μου δώσει να καταλάβω τη σχέση που έχει τη δουλειά του, μου εκμυστηρεύτηκε κάποια στιγμή ότι τα μόνα όνειρα που βλέπει από παιδί, είναι με πρόβατα. Δεν έχει δει κανένα άλλο όνειρο στη ζωή του. Τα πάντα περιστρέφονται γύρω από τη δουλειά. Ο ένας γιος του συνεχίζει το επάγγελμα, ενώ έχει κάνει μεταπτυχιακό στην Κτηνιατρική και ετοιμάζει το διδακτορικό του. Αλλά και ο δεύτερος γιος είναι επίσης στη δουλειά» σημειώνει ο Δημήτρης Τοσίδης. Επισκεπτόμενος συχνά τα βουνά ως ορειβάτης και αναρριχητής, ο ίδιος ήταν ήδη εξοικειωμένος με τους ορεινούς όγκους και την απάτητη φυσική ομορφιά της Ελλάδας. «Σε αυτά τα ταξίδια συναντούσα τους κτηνοτρόφους με τα κοπάδια τους. Κι έτσι ό,τι κατέγραψα αργότερα με τις φωτογραφίες μου ήταν κάτι το γνώριμο. Μου άρεσε πάντα να βλέπω τους ανθρώπους να ζουν στο βουνό. Μία από αυτές τις φορές βρέθηκα στον Σμόλικα, το καλοκαίρι του 2018. Ήταν η πρώτη μου γνωριμία με την Ελένη και τον Νάσο Τζίμα. Μου εξήγησαν πώς είναι η ζωή τους, η καθημερινότητά τους. Έβλεπα πώς είναι να δουλεύουν στο βουνό, να μαγειρεύουν και να κοιμούνται εκεί. Στην απορία μου για το πώς ένα ηλικιωμένο ζευγάρι μπορούσε να ζει και να κοιμάται στην ύπαιθρο, απάντησαν ότι αυτό είναι το σπίτι τους. Οι συγκεκριμένοι ήταν από την Παραμυθία της Θεσπρωτίας».  διηγείται.

«Από εκείνη τη στιγμή γεννήθηκε μέσα μου η περιέργεια να μάθω περισσότερα πράγματα για εκείνους. Τους φωτογράφισα και στη συνέχεια άρχισα να ψάχνω περισσότερα πράγματα. Μάλιστα είχα διαβάσει ότι η νομαδική κτηνοτροφία είχε γίνει μέρος της Παγκόσμιας Κληρονομιάς της Unesco. Βρήκα πληροφορίες από έρευνες του καθηγητή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Βασίλη Νιτσιάκου. Αποφάσισα να πάω να τους συναντήσω με την ιδιότητά μου ως φωτογράφος. Όχι μόνο τον κύριο Νάσο και την κυρία Ελένη. Κάπως έτσι κατέληξα σε άλλες τρεις οικογένειες. Οι δύο από τη Σαμαρίνα, τη λεγόμενη πρωτεύουσα των κτηνοτρόφων, και μία ακόμα οικογένεια από το Περιβόλι Γρεβενών. Τους συνάντησα καλοκαίρι, τους είπα τι ήθελα να κάνω. Μάλιστα τους ζήτησα όταν θα έφευγαν το φθινόπωρο, να τους ακολουθήσω», αφηγείται ο Δημήτρης Τοσίδης. Όλοι τους με εξαίρεση το ζεύγος Τζίμα που είχαν προορισμό την Παραμυθιά, διατηρούσαν τα χειμαδιά τους σε χωριά της Θεσσαλίας. «Συνάντησα μία διστακτικότητα στην αρχή. Κανείς μέχρι τότε δεν τους είχε ζητήσει να κοιμηθεί μαζί τους και να φωτογραφίσει τη ζωή τους. Η φωτογράφηση διήρκεσε τρία χρόνια. Μαζί τους κοιμήθηκα συνολικά δύο μήνες στο σύνολο των τριών ετών. Οι περισσότερες φωτογραφίες τραβήχτηκαν το καλοκαίρι του 2020».

Το μοναχικό ταξίδι ήταν συνειδητή επιλογή του Τοσίδη. Το κύριο ερέθισμα για να καταπιαστεί με τη φωτογραφία είναι η μοναχικότητα που του προσφέρει. «Η φωτογραφία είναι κάτι, μέσα από το οποίο μπορώ να αφηγηθώ μόνος μου μία ιστορία, έχοντας στα χέρια μου μία μηχανή».  Από τις εντονότερες εικόνες που αποτυπώθηκαν στο νου του και ταυτόχρονα κατάφερε να αποδώσει με τον φωτογραφικό φακό, είναι αυτή κατά την οποία ο Γιώργος Ανθούλης με το παρατσούκλι Ζιώγας, από τη Σαμαρίνα, σκύβει πάνω από τα απομεινάρια μιας προβιάς. «Ήταν η μέρα που φεύγαμε από τη Σαμαρίνα. Η πρώτη μέρα του ταξιδιού με κατεύθυνση το Σπήλαιο Γρεβενών και προορισμό τα χειμαδιά.

Ο Ανθούλης ήξερε καλά ότι έλειπε μία προβατίνα από το κοπάδι του από το περασμένο βράδυ. Κατάφερε μέσα από περιγραφές άλλων βοσκών σε μία εντελώς αχαρτογράφητη περιοχή, να εντοπίσει την προβιά. Την έπιασε στα χέρια του και αμέσως κατάλαβε ότι κάποιος λύκος ή αρκούδα είχε επιτεθεί στο ζώο. Έμοιαζε να μην τον πολυνοιάζει ότι έχασε το ζώο. Το να φάει λύκος ή αρκούδα κάποιο πρόβατο στην αρχή του ταξιδιού, είναι σαν θυσία για να πάει καλά το ταξίδι, είπε τότε ο Ζιώγας». Όλη η διαδικασία του ταξιδιού ενέχει κάτι το μεταφυσικό. Μια μέρα πριν ξεκινήσουν, οι βοσκοί γλεντούν στο καφενείο του χωριού. Ο Ανθούλης σφάζει δύο ζώα μία μέρα πριν το «διάβα» και το ίδιο βράδυ στήνει γλέντι και κερνάει τους χωριανούς. Μαζεύει μουσικούς από τα γύρω χωριά, σαν αποχαιρετισμός, πριν πάει για να ξεχειμωνιάσει. «Πρόκειται για έναν άνθρωπο κατά κάποιο τρόπο διάσημο ανάμεσα στους κτηνοτρόφους. Τον Ζιώγα τον αποκαλούν και Άρχοντα του Σμόλικα» σημειώνει ο Δημήτρης Τοσίδης.

Θυμάται επίσης την πρώτη μέρα που κοιμήθηκε στο βουνό με τα δύο αδέρφια, Γιάννη και Νίκο Σαΐτη. «Ήταν η πρώτη μου διανυκτέρευση στην ύπαιθρο. Η πιο έντονη νύχτα, έχοντας τους βοσκούς και το κοπάδι γύρω μου. Και ταυτόχρονα ήταν η πρώτη φορά που έγινα μάρτυρας σε μια τέτοια διαδικασία. Είχα περπατήσει όλη την ημέρα μαζί με το κοπάδι, διασχίζοντας κορυφές της Πίνδου όπως το Αυγό και η Φλέγγα σε υψόμετρο πάνω από 2.000 μέτρα».

Στον ίδιο δρόμο για όλη τη ζωή τους

Οι νομάδες έχουν μεγάλα κοπάδια, αρκετά μεγαλύτερα από αυτά που έχει συνηθίσει το μάτι να βλέπει σε μη μετακινούμενες κτηνοτροφικές μονάδες, με τον πληθυσμό τους να φτάνει ακόμα και τα 3.000 ζώα. «Κατά τη μετακίνηση μού έκανε εντύπωση ότι κινούνται σε αχαρτογράφητα μονοπάτια. Ωστόσο ο δρόμος που ακολουθούν είναι κάθε χρόνο ο ίδιος. Ένας δρόμος που αν τον κάνουν μία φορά τα πρόβατα, τον ξέρουν απαρέγκλιτα για την υπόλοιπη ζωή τους. Προπορεύονται τα πιο δυνατά τραγιά, που οδηγούν το υπόλοιπο κοπάδι. Όποιο τραγί οδηγεί το κοπάδι βγάζει ένα αίσθημα περηφάνειας, καθώς θεωρείται ότι είναι το ζώο – αρχηγός που καθοδηγεί τα υπόλοιπα».  Φυσικά στη διαδρομή οι κίνδυνοι είναι πάντοτε υπαρκτοί. Φρουροί της μακρόσυρτης πορείας είναι τα τσοπανόσκυλα που πλευρίζουν το κοπάδι, προστατεύοντάς το. «Συχνά βρίσκονταν λύκοι κοντά στο κοπάδι, αλλά με τόσα σκυλιά ήταν αδύνατον να πλησιάσουν». Ένας ακόμα κίνδυνος είναι να τραυματιστεί κάποιο πρόβατο στη διαδρομή και να μην μπορέσει να ακολουθήσει στην επιστροφή. Εχθρός είναι κι ο καταρροϊκός πυρετός που προσβάλλει τα ζώα. Για να τον αντιμετωπίσουν συνεννοούνται μεταξύ τους μην τυχόν και διασταυρωθούν τα κοπάδια τους στη διαδρομή, με ενδεχόμενο να μεταδοθεί η ασθένεια από τη μία πλευρά στην άλλη.