Τυροκόμος

Πολυπλοκότητα και επιτυχία στις νεοσύστατες τυροκομικές επιχειρήσεις

Η ζήτηση για προϊόντα τυριών στα οποία δίνεται βάση στην ποιότητα των πρώτων υλών απολαμβάνουν μεγαλύτερης αποδοχής από τους καταναλωτές, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια έχουν κάνει μία στροφή στην επιλογή αγνών και ποιοτικών προϊόντων.

Στον τυροκομικό κλάδο όπου δραστηριοποιούνται οι τυροκομικές επιχειρήσεις υπάρχουν εδραιωμένες εταιρίες με χρόνια παρουσία στην αγορά. Αυτό καθιστά δύσκολη την είσοδο νέων ανταγωνιστών εξαιτίας του υφιστάμενου ανταγωνισμού. Ωστόσο, δεν αποτελεί εμπόδιο για μια νεοσύστατη επιχείρηση να εισχωρήσει και να προοδεύσει στον κλάδο.

Ο ανταγωνισμός στον κλάδο των τυριών είναι ιδιαίτερα υψηλός, καθώς παρατηρείται μία ετερογένεια στο μέγεθος των επιχειρήσεων που περιέχονται στον κλάδο μετρώντας τόσο μικρού μεγέθους επιχειρήσεις, όσο και μεσαίου, αλλά και μεγάλου.

Σχετικά με τις μικρομεσαίες τυροκομικές επιχειρήσεις

Οι μικρές και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν συνήθως προβλήματα δανειοδότησης για την απόκτηση του απαραίτητου μηχανολογικού εξοπλισμού. Επιπρόσθετα, όσον αφορά τα logistics που δεν διαθέτουν, πράγμα που δυσχεραίνει τη διανομή των προϊόντων, οι επιχειρήσεις τέτοιου μεγέθους συνήθως περιορίζουν τη διανομή των προϊόντων τους μόνο σε τοπικό επίπεδο. Επιπρόσθετα, ο κλάδος περιλαμβάνει σημαντικό αριθμό μικρών οικογενειακών τυροκομείων, τα οποία απευθύνονται αποκλειστικά σε περιορισμένη γεωγραφική αγορά.

Σχετικά με τις μεγάλες τυροκομικές επιχειρήσεις

Αντίθετα, οι εδραιωμένες μεγάλου μεγέθους επιχειρήσεις στον τυροκομικό κλάδο διαθέτουν μεγάλη δύναμη από άποψη εμπειρίας, εγκαταστάσεων, οργάνωσης του δικτύου διανομής, της διαφήμισης, καθώς και του τεχνολογικού εξοπλισμού. Ειδικότερα, έχουν τη δυνατότητα να ανανεώνουν, όταν κρίνεται απαραίτητο, τον τεχνολογικό εξοπλισμό τους προκειμένου να ανταποκρίνονται στις ολοένα και μεταβαλλόμενες συνθήκες της αγοράς, να ανανεώνουν τις συσκευασίες τους και τον συνολικά την εικόνα του τελικού προϊόντος με ανανεωμένες διαφημιστικές καμπάνιες. Επίσης, οι μεγάλες επιχειρήσεις του κλάδου έχουν τη δυνατότητα να διαθέσουν χρηματικά κεφάλαια για έρευνα και ανάπτυξη (R&D) βελτιώνοντας τα προϊόντα τους προσδίδοντας τους προστιθέμενη αξία.

Εξαιτίας του αυξημένου κόστους που συνεπάγεται η πλήρης καθετοποίηση της παραγωγικής μονάδας, η πρώτη ύλη που είναι απαραίτητη για την παρασκευή της φέτας, το γάλα, θα προμηθεύεται από κτηνοτροφικές μονάδες. Αυτό θα πραγματοποιηθεί μέσω σύναψης συμφωνητικών που θα διασφαλίζουν την προμήθεια γάλακτος από τους τοπικούς παραγωγούς. Ταυτόχρονα, θα εξασφαλιστεί η μεταφορά του με ασφάλεια στις εγκαταστάσεις της επιχείρησης. Οι μεγαλύτερες βιομηχανίες του κλάδου έχουν συνάψει συνεργασίες με πολλούς γαλακτοπαραγωγούς. Ακόμη, έχουν επενδύσει στην κατασκευή σταθμών συλλογής και πρόψυξης γάλακτος, με το γάλα να παραλαμβάνεται από πολυάριθμους σταθμούς παραλαβής.

Επιπλέον άλλες εταιρείες στον κλάδο, έχουν εξαγοράσει γαλακτοβιομηχανίες οι οποίες έχουν δημιουργήσει πρότυπες κτηνοτροφικές φάρμες, ασχολούνται με την επεξεργασία αρκετά μεγάλων ποσοτήτων γάλακτος, ενώ παράλληλα μέσω της εφαρμογής καινοτόμων και εκσυγχρονισμένων μεθόδων διαχειρίζονται μεγάλες ποσότητες γάλακτος και εκτρέφουν ζώα με σύγχρονες μεθόδους πρακτικής. Κατ’ αυτό τον τρόπο οι μεγάλες επιχειρήσεις έχουν κατορθώσει να ελαχιστοποιήσουν το μερίδιο εξάρτησης από τους προμηθευτές τους όσον αφορά τις πρώτες ύλες.

Η αγορά του γάλακτος

Αναφορικά με την τιμή του γάλακτος, τα περιθώρια για την διαπραγμάτευσή της είναι σχετικά στενά από την πλευρά των παραγωγών. Αυτό αφενός οφείλεται στον μεγάλο κατακερματισμό του κλάδου της κτηνοτροφίας και αφετέρου στην απουσία οργάνωσης του κτηνοτροφικού κλάδου. Οι Έλληνες παραγωγοί, που δραστηριοποιούνται στον κλάδο της εκτροφής αγελάδων και αιγοπροβάτων, αντιμετωπίζουν δυσκολίες και προσπαθούν να ανταποκριθούν στις δυσκολίες που αναδύονται βασιζόμενοι πολλές φορές σε μέτρα που λαμβάνονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την πολιτεία.

Η τρέχουσα οικονομική κατάσταση στην ελληνική οικονομία, επιβεβαιωμένη από τα φαινόμενα του πληθωρισμού, ενδέχεται να αποθαρρύνει νέους επιχειρηματίες από το να αναλάβουν σημαντικές επιχειρηματικές πρωτοβουλίες. Παρ’ όλα αυτά, η στροφή των νέων προς την ύπαιθρο και συγκεκριμένα στον τομέα της γαλακτοκομίας και τυροκομίας έχει αποδειχθεί μια σημαντική διέξοδος, ιδίως κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης που έχει πλήξει την ελληνική οικονομία.

Ένα από τα πιο σημαντικά ζητήματα που παρατηρούνται στον εν λόγω τομέα είναι το υψηλό κόστος των πρώτων υλών. Η πλειονότητα των τυροκομικών προϊόντων, ειδικότερα εκείνων που δεν διαθέτουν διακριτικά χαρακτηριστικά, αντιμετωπίζει προκλήσεις στην ανταγωνιστικότητα της τιμής τους.

Διαρκής ανάγκη για εξέλιξη και βελτίωση

Ωστόσο, η διαρκής ανάγκη για εξέλιξη και βελτίωση τόσο των παραγωγικών δομών, όσο και της παραγωγής προϊόντων υψηλής διατροφικής αξίας μπορεί να επιδιωχθεί με στρατηγικό σχεδιασμό και πλάνο που θα βασίζεται σε 3 πυλώνες:

  • Την ανάλυση του εσωτερικού και εξωτερικού περιβάλλοντος
  • Το μίγμα μάρκετινγκ και
  • Το χρηματοοικονομικό πλάνο

Ταυτόχρονα, η απόκτηση σύγχρονων μηχανημάτων και εξοπλισμού θα διασφαλιστεί μέσω αναπτυξιακού προγράμματος, το οποίο είναι κρίσιμο για την επιτυχή υλοποίηση του επιχειρηματικού σχεδίου. Μία από τις κύριες επιδιώξεις της επιχείρησης είναι η ανάλυση του εξωτερικού περιβάλλοντος, προκειμένου να εντοπιστούν οι ευκαιρίες για την ανάπτυξη νέων διαφοροποιημένων και ανταγωνιστικών προϊόντων.

Απαραίτητα, μια νεοϊδρυθείσα εταιρεία χρειάζεται να αντιμετωπίσει την πολυπλοκότητας που διέπει την ίδρυση νέων επιχειρήσεων, όπως η γραφειοκρατία, οι δυσκολίες πρόσβασης σε δανειοδοτήσεις, οι υψηλοί φόροι και το ενδεχόμενο ανταγωνιστικό κλίμα μετά την υλοποίηση του επιχειρηματικού πλάνου. Αρκετοί από αυτούς τους παράγοντες θα πρέπει να αντιμετωπιστούν από τον κρατικό μηχανισμό μέσω των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων. Τα γενικά συμπεράσματα για την επιτυχή ίδρυση και λειτουργία της επιχείρησης επικεντρώνονται στην αντιμετώπιση των προκλήσεων που σχετίζονται με την ανάπτυξη νέων και καινοτόμων επιχειρήσεων στην Ελλάδα.

Απειλή από υποκατάστατα προϊόντα

Τα τυροκομικά προϊόντα δεν απειλούνται άμεσα από άλλα υποκατάστατα προϊόντα και ιδιαίτερα η φέτα ως προϊόν κατέχει εξέχουσα θέση στα τραπέζια του ελληνικού νοικοκυριού. Ωστόσο, είναι αναγκαίο να ληφθούν υπόψη τυριά που παρασκευάζονται από φυτική πρώτη ύλη. Τα φυτικά τυριά όμως, απευθύνονται σε ένα συγκεκριμένο καταναλωτικό κοινό που ενδεχομένως να ακολουθεί μία διατροφή που δεν είναι ζωϊκής προέλευσης και ούτως ή άλλως δε θα προέβαιναν στην αγορά τυροκομικών προϊόντων. Για παράδειγμα, η φέτα λόγω της υψηλής θρεπτικής αξίας, της πολλαπλής χρήσης της στην μαγειρική, καθώς και της παρασκευής της δεν μπορεί να αντικατασταθεί εξ’ ολοκλήρου από τα υπόλοιπα προϊόντα που ανήκουν στον τυροκομικό κλάδο, όπως το κεφαλοτύρι.

Τα φυτικά προϊόντα βάσει της νομοθεσίας κατατάσσονται στα «μη γαλακτοκομικά προϊόντα». Αυτό οφείλεται στο γεγονός της αντικατάστασης του ζωϊκού λίπους με το φυτικό. Επίσης, το γεγονός ότι τα προϊόντα αυτά είναι φυτικά δεν συνεπάγεται χαμηλότερες τιμές. Αντιθέτως, οι τιμές κινούνται στα ίδια επίπεδα με τα τυροκομικά προϊόντα.

Όπως ήδη αναφέρθηκε, η θέση των τυροκομικών προϊόντων είναι εξέχουσα στη διατροφή των Ελλήνων, και ιδιαιτέρως η φέτα, και δεν μπορούν να υποκατασταθούν εύκολα. Επομένως, τα υποκατάστατα προϊόντα των τυριών δεν συνεπάγονται σημαντική απειλή. Εάν εξαιρεθούν οι περίοδοι νηστείας τα τυροκομικά προϊόντα καταναλώνονται σε μεγάλη συχνότητα. Η κατά κεφαλή κατανάλωση τυριών στην Ελλάδα να ξεπερνά τα 12 κιλά ετησίως, με την Ελλάδα να κατέχει μια από τις υψηλότερες θέσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

(2024) Business plan για καινούριο τυροκομείο παραγωγής φέτας ΠΟΠ, Ιωάννης Α. Τομαράς