Από κοινού µε την Περιφέρεια Ηπείρου, που πήρε την πρωτοβουλία, το 2018, να συγκροτήσει τον φάκελο για την πιστοποίηση του Κασκαβάλ, κατορθώθηκε, όπως εξηγεί ο έµπειρος τυροκόµος, να ξεπεραστούν οι ενστάσεις που είχαν εγερθεί από τους Ρουµάνους και τον Γερµανικό Σύνδεσµο Βιοµηχάνων και τελικά να αναγνωρίσουν ότι κι η Ελλάδα έχει µακρά ιστορία στην παρασκευή του συγκεκριµένου ηµίσκληρου τυριού, και πλέον αποµένει το τυπικό για να κλείσει θετικά αυτό το κεφάλαιο. Προς το παρόν το «Κασκαβάλ Πίνδου» παράγεται σε µικρές ποσότητες από την τυροκοµική επιχείρηση «Καράλης» και πωλείται στην ελληνική αγορά, ενώ έχουν γίνει δοκιµές γευσιγνωσίας και σε άλλες χώρες, όπου εξάγει η γαλακτοβιοµηχανία, µε ικανοποιητικά αποτελέσµατα.
«Ήδη ξένες αγορές όπως οι αραβικές ζήτησαν το προϊόν. Περιµένουµε όµως την πιστοποίηση, να µπει η σφραγίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία θα εγγυάται ότι είναι ένα αναγνωρισµένο προϊόν γεωγραφικής ένδειξης και µετά να του ανοίξουµε τα φτερά και να το προωθήσουµε στον κόσµο», αναφέρει ο συνοµιλητής µας.
Αναφορικά µε τα άλλα σχέδια που υλοποιεί η γαλακτοβιοµηχανία, αυτή την περίοδο «τρέχουν» επενδύσεις συνολικού ύψους περίπου 10 εκατ. ευρώ, για εκσυγχρονισµό των γραµµών παραγωγής και επέκταση των κτηριακών υποδοµών στο υφιστάµενο βιοµηχανικό συγκρότηµα Άρτας.
«Πρόκειται για µια επένδυση 7,5 εκατ. ευρώ, ενταγµένη στο Ταµείο Ανάκαµψης και άλλα περίπου 2,5 εκατ. ευρώ, είναι ο προϋπολογισµός µιας δεύτερης παρέµβασης», εξηγεί ο κ. Καράλης και διευκρινίζει πως η υλοποίηση ξεκίνησε πέρυσι το Ιούλιο, έχει ξεπεράσει ήδη στο 50% και έχει ορίζοντα ολοκλήρωσης τον Οκτώβριο του 2024. Με βάση το πλάνο που ακολουθείται, κατασκευάζονται επιπλέον 5.000 τ.µ., χώροι, ανεβάζοντας, έτσι, στα 25.000 τ.µ. τη συνολική στεγασµένη επιφάνεια στο συγκρότηµα, ενώ θα τοποθετηθεί και µια υπερσύγχρονη αυτοµατοποιηµένη γραµµή στα σκληρά τυριά, που δίνει τη δυνατότητα για µαζικές παραγωγές, µε λιγότερη ενέργεια και λιγότερα χέρια.
Να σηµειωθεί ότι η τυροκοµική επιχείρηση συνεργάζεται µε περίπου 2.200 παραγωγούς στις περιοχές από το Μεσολόγγι µέχρι τα Ιωάννινα, που διαµορφώνουν τη ζώνη γάλακτος της και εισκοµίζει κάθε χρόνο γύρω στους 30.000 τόνους γάλα, κατά κόρον πρόβειο και πολύ λίγο γίδινο.