Τυροκόμος

Όταν το φρέσκο γάλα δεν μπορεί να μείνει, γίνεται Μεριαρένο

του Πέτρου Γκόγκου

Τα δυσεύρετα τυριά που παράγει στη μονάδα του γίνονται ανάρπαστα, με τον αεικίνητο 52χρονο σήμερα να πηγαίνει από τη στάνη στο τυροκομείο δυο φορές την ημέρα, μεταφέροντας προς άμεση τυροκόμιση το γάλα από τα ζωντανά του. Εξ’ ού και η ονομασία του πιο φημισμένου τυριού της μονάδας του, το Μεριαρένο, που από ανάγκη έφτιαχναν τα παλιά χρόνια οι κτηνοτρόφοι του νησιού, όταν ο καιρός ζέσταινε και το γάλα δεν μπορούσε να κρατηθεί. Το τυρί που φτιάχνεται σε μια ημέρα, είναι επί της ουσίας η γραβιέρα της Κάσου, με τη διαφορά ότι κρατιέται όλο το βούτυρο στο γάλα. «Η αγορά της γραβιέρας ήταν κορεσμένη όταν ξεκίνησα το 2009, οπότε αποφάσισα να στραφώ στο παραδοσιακό τυρί του νησιού» περιγράφει ο ίδιος στην Agrenda, εξιστορώντας την ιστορία του.

Η οικογένεια Βοναπάρτη, έχει ρίζες στην κτηνοτροφία και την τυροκόμιση, «βάθους» 250 ετών. «Μαζί με τον παππού μου ξεκίνησα τη δουλειά» θα πει ο συνομιλητής μας, που σήμερα μαζί με τα ζώα, λειτουργεί ένα παντοπωλείο στο λιμάνι της Κάσου όσο εργάζεται και ως «πετράς», οικοδόμος δηλαδή που χτίζει αποκλειστικά με πέτρες. Το τυροκομείο το τρέχουν η γυναίκα του Μαρία με τις δυο κόρες τους, Ειρήνη και Ευδοκία, με την 28χρονη Ειρήνη να έχει αποφοιτήσει από τη Γαλακτοκομική Σχολή Ιωαννίνων.

Στον στίβο της κτηνοτροφίας θα μπει προσεχώς ο υιός Βοναπάρτης, Κώστας, που σπουδάζει για ζωοτέχνης στην Αβερώφειο Γεωργική Σχολή της Λάρισας.

«Το βουνό αγάπησα, αλλά έπρεπε να δώσουμε και μια εικόνα στη δουλειά μας»

Το Τυροκοµείο Κάσου του Γιάννη Βοναπάρτη είναι η πρώτη και µοναδική σύγχρονη μονάδα τυροκόμησης στο ακριτικό νησί. Ακόμα και σήμερα, οι υπόλοιποι 40 περίπου κτηνοτρόφοι του νησιού συνεχίζουν να δουλεύουν στα μητάτα, πάνω στο βουνό, με τη μικρή παραγωγή τους να διατίθεται σε Κάρπαθο και Ρόδο τους χειμερινούς και ανοιξιάτικους μήνες. Μέχρι το 2009 και ο συνομιλητής μας τυροκομούσε στο μητάτο του πατέρα του και ακούγοντας τον Γιάννη Βοναπάρτη να μιλά για τα χρόνια εκείνα, αντιλαμβάνεται κανείς αμέσως την συμπάθειά του για αυτήν την πατροπαράδοτη ρουτίνα.

Λίγο αργότερα θα το ομολογήσει ότι «το αγάπησε το βουνό». «Δεν καταφέρνεις να ζήσεις οικογένεια έτσι» θα πει, «πρέπει να δώσεις μια καλή εικόνα για το προϊόν που παράγεις για να πάρει μεγαλύτερη αξία». Ήδη από τον καιρό των μητάτων, ο κ. Βοναπάρτης είχε εκδηλώσει την τάση σου να πάει αρκετά βήματα παραπέρα όσα βρήκε έτοιμα. «Έχτισα τη μάντρα στο μητάτο, έφτιαξα υπόστεγα αρμεκτήρια, δεν έμεινα στην υπαίθρια στρούγκα. Μετά βελτίωσα και τα πρόβατα. Έφερα σφακιανά. Πρόλαβα τον παππού μου να βγάζει 10 κιλά γάλα την ημέρα και σήμερα έφτασα να βγάζω 200 κιλά, από τον ίδιο αριθμό προβάτων» περιγράφει.
«Έβαζα στόχους. Έλεγα θα το γεμίσω το καζάνι κι άρμεγα δυο φορές τη μέρα. Την επόμενη χρονιά έφερνα μεγαλύτερο καζάνι για να γεμίσω».

Παράλληλα, ο δραστήριος συνομιλητής μας δούλευε και στις πέτρες, «όλη η οικογένεια δούλευε» θα πει, ώσπου βρέθηκε ένα σχέδιο βελτίωσης που επιδότησε το 55% και κατάφερε μαζί με κάποιες οικονομίες που είχε μαζέψει να σηκώσει την τυροκομική μονάδα στα 40 του.
«Δεν αρκεί να ξέρεις τη δουλειά. Πρέπει να έχεις όρεξη για να το πας παραπέρα και αυτό δεν το έχουν όλοι» θα πει. Όσο έστρωνε η δουλειά στο νέο τυροκομείο ήρθαν και οι εμπορικές συμφωνίες και το χρυσό σε διαγωνισμούς Μεριαρένο υπέταξε τους «τυρόφιλους» της χώρας, φτιάχνοντας τώρα όνομα σε Γερμανία, Σουηδία και Ηνωμένες Πολιτείες.