Τυροκόμος

Τα οφέλη παραγωγού από την κινητικότητα της γαλακτοβιομηχανίας

Προς όφελος των κτηνοτρόφων δείχνει να λειτουργεί µέχρι σήµερα η έντονη κινητικότητα που έχει αναπτυχθεί στη ζώνη γάλακτος τον τελευταίο χρόνο µε το σύνολο των µεγάλων τυροκοµικών επιχειρήσεων να κινείται δραστήρια σε όλα τα µήκη και πλάτη της χώρας προς αναζήτηση εγχώριας πρώτης ύλης.

Η κινητικότητα της γαλακτοβιομηχανίας  για αιγοπρόβειο γάλα και τα οφέλη που  αφήνει σε παραγωγούς
Του Γιάννη Πανάγο

Η βελτίωση των όρων αγοράς στο αιγοπρόβειο γάλα είναι δεδοµένη, όπως σε ανοδικό κανάλι κινούνται, ειδικά µετά την πανδηµία και οι τιµές των τυριών και κυρίως της Φέτας, η οποία αποτελεί ως γνωστόν την ατµοµηχανή των τυροκοµικών προϊόντων που παράγει η χώρα και τυγχάνει διεθνούς αναγνώρισης.

Σηµειωτέον ότι οι διεθνείς αναλύσεις κάνουν λόγο για αύξηση της προτίµησης των καταναλωτών στα παραδοσιακά – φυσικά τυριά, τα οποία αποτελούν το 80% της παγκόσµιας αγοράς και των οποίων η αγορά αναµένεται να αυξηθεί κατά 5,5% την προσεχή πενταετία. Την ίδια ώρα, η αγορά του µεταποιηµένου τυριού επιβραδύνεται από τη στιγµή που οι καταναλωτές στρέφονται προς τα καθαρά συστατικά και τα «πραγµατικά τρόφιµα», εξέλιξη που επηρεάζει ανάλογα τις κινήσεις της βιοµηχανίας.

Μέσα σ’ αυτό το κλίµα και καθώς δείχνει να έκλεισε για τα καλά η πόρτα των εισαγωγών αιγοπρόβειου γάλακτος, τουλάχιστον για την παραγωγή Φέτας, οι µεγάλοι παίκτες της εγχώριας αγοράς, κινούνται όλο και πιο δραστήρια προς ανεύρεση των απαραίτητων ποσοτήτων πρώτης ύλης, χωρίς να υπολογίζουν τόσο πολύ τις αποστάσεις και το µεταφορικό κόστος. Άλλωστε, η τεχνολογία επιτρέπει πλέον τη µεταφορά του γάλακτος µε ασφάλεια από τη στάνη µέχρι τους προορισµούς παρασκευής των τυριών, εποµένως, αυτό που µετράει είναι η δυνατότητα της κάθε βιοµηχανίας να δώσει το κάτι παραπάνω ώστε να δελεάσει τους παραγωγούς και τις οργανώσεις τους, εκεί όπου η διάθεση γίνεται συλλογικά.

Ένα ενδιαφέρον παράδειγµα, µε αυτά τα χαρακτηριστικά είναι η συµφωνία που έχουν συνάψει τον τελευταίο καιρό τα  Ελληνικά Γαλακτοκοµεία (ΟΛΥΜΠΟΣ) µε την Οµάδα Αιγοπροβατοτρόφων της Ηπείρου (ΕΑΣ Ιωαννίνων), προσφέροντας στους τελευταίους αύξηση µέχρι και 20 λεπτών στην τιµή αγοράς του γάλακτος.


Αποδίδει η συνεργασία Ηπειρωτών με Όλυμπος

 

Αιγοπροβατοτρόφοι του Γ.Α.Σ Ιωαννίνων είδαν την τιμή για το προϊόν τους να ενισχύεται από τη συνεργασία με την Όλυμπος ως και 20 λεπτά για το πρόβειο και 17  λεπτά για το γίδινο.

Του Λεωνίδα Λιάμη

Ιδιαίτερα επωφελής αποδεικνύεται για τα περίπου 70 µέλη της οµάδας παραγωγών αιγοπροβατοτρόφων και αιγοτρόφων του Γενικού Αγροτικού Συνεταιρισµού Ιωαννίνων, η συνεργασία που σύναψε η οργάνωσή τους στην τρέχουσα γαλακτική περίοδο µε τη γαλακτοβιοµηχανία Όλυµπος, σε σηµείο ώστε να προκύπτει ενδιαφέρον κι από άλλους ανεξάρτητους κτηνοτρόφους για να ενταχθούν στο συνεργατικό σχήµα.

Σύµφωνα µε τους όρους της ισχύουσας συµφωνίας για το πρόβειο γάλα από συµβατική εκτροφή η τιµή διαµορφώνεται στα 93 λεπτά το κιλό και φτάνει το 1 ευρώ το κιλό για το βιολογικής προέλευσης, ενώ αντίστοιχα στο κατσικίσιο γάλα, το συµβατικής εκτροφής πληρώνεται 58 λεπτά ανά κιλό και το βιολογικής µε 65 λεπτά.

«Πρακτικά αυτό σηµαίνει πως ορισµένοι αιγοπροβατοτρόφοι είδαν την τιµή που απολαµβάνει το προϊόν τους να ενισχύεται µέχρι και 20 λεπτά το κιλό για το πρόβειο γάλα και µε 17 λεπτά το κιλό στο γίδινο σε σχέση µε ό,τι ίσχυε στην προηγούµενη συνεργασία της οργάνωσης», ανέφερε στην Agrenda ο Χρήστος Βούλγαρης, υπεύθυνος γεωπόνος της οµάδας παραγωγών αιγοπροβατοτρόφων και αιγοτρόφων του Γ.Α.Σ. Ιωαννίνων, υπενθυµίζοντας ότι «κατά τη συνεργασία µας µε τη ∆ωδώνη, η τιµή στο πρόβειο γάλα για τη συντριπτική πλειονότητα των παραγωγών έπαιζε από τα 75 λεπτά το κιλό έως τα 86 λεπτά το κιλό και το γάλα λογιζόταν ως συµβατικής προέλευσης ακόµη και αν ήταν βιολογικής».

Η υψηλότερη τιµή στο γάλα, ωστόσο, δεν ήταν ο µόνος λόγος, για τον οποίο η οµάδα παραγωγών αποφάσισε να κάνει δεκτή την πρόταση της Όλυµπος. «Μέτρησε, επίσης, το γεγονός ότι το γάλα αν προέρχεται από βιολογική εκτροφή πληρώνεται µε διαφορετική τιµή από το αντίστοιχο της συµβατικής, το ό,τι η εξόφληση του κάθε µήνα που κλείνει, γίνεται στο πρώτο δεκαήµερο του επόµενου, αλλά και επειδή το κόστος για την εισκόµιση, το οποίο υπολογίζεται από 5 έως 8 λεπτά το κιλό, λόγω της µορφολογίας του εδάφους στα Γιάννενα, το επωµίζεται εξ ολοκλήρου η Όλυµπος. Άρα µιλάµε για ένα πακέτο πλεονεκτηµάτων», επισήµανε χαρακτηριστικά ο κ. Βούλγαρης.

Παρά τη συγκριτική υπεροχή της πρότασης της «Όλυµπος», πάντως και πάλι η απόφαση αλλαγής «στέγης», δεν έγινε αβασάνιστα. «Πριν πάµε να µιλήσουµε µε άλλους, εξαντλήσαµε τις πιθανότητες συνεργασίας µε τις τοπικές γαλακτοβιοµηχανίες αλλά δεν κατέστη δυνατό. Στη ∆ωδώνη, χαρακτηριστικά µου ανέφεραν ότι δεν συζητούν µε το συνεταιρισµό και ότι θέλουν να έχουν επαφές µε τους παραγωγούς ξεχωριστά», εξηγεί ο πρόεδρος του ΓΑΣ Ιωαννίνων, Θεοχάρης Λιούρας, απαντώντας, έµµεσα και σε όσους στην τοπική κοινωνία των Ιωαννίνων έσπευσαν ελαφρά τη καρδία να ψέξουν τη συµπεριφορά της Οµάδας και του Συνεταιρισµού.

Ο επικεφαλής της οργάνωσης µας είπε, ακόµη, ότι οι αποφάσεις του και εκείνες της οµάδας παραγωγών προβατοτρόφων και αιγοτρόφων, που λειτουργεί υπό την οµπρέλα του Γ.Α.Σ. Ιωαννίνων, υπαγορεύονται µόνο από το συµφέρον των µελών τους.

 

Συµπόρευση µε καλύτερους

«Όποια γαλακτοβιοµηχανία έρθει µε καλύτερους όρους συνεργασίας, µε αυτή θα πορευτούµε», ανέφερε ο κ. Λιούρας αποκαλύπτοντας πως ενόψει της νέας γαλακτικής περιόδου η οµάδα παραγωγών του Γ.Α.Σ. Ιωαννίνων συζητά και µε άλλους κτηνοτρόφους της περιοχής που ενδιαφέρονται να ενταχθούν στους κόλπους της. Τις επαφές επιβεβαίωσε και ο κ. Βούλγαρης, λέγοντας πως έχουν υποβληθεί αιτήµατα από 50 αιγοπροβατοτρόφους του νοµού, για να γίνουν µέλη της Οµάδας Παραγωγών µέσα στο επόµενο δίµηνο, αφού λήξουν οι τρέχουσες συµβάσεις τους. Αυτή τη στιγµή τα υφιστάµενα 70 µέλη της Οµάδας έχουν συνολικό ζωικό κεφάλαιο της τάξης των 14.000 αιγοπροβάτων και παράγουν περίπου 1.700 τόνους γάλα (900 τόνοι από συµβατικές εκτροφές, 800 τόνοι από βιολογικές. Με τα υπό ένταξη µέλη που έχουν γύρω στα 8.000 αιγοπρόβατα, θα προστεθούν περίπου 1.000 τόνοι γάλακτος. «Θα προσπαθήσουµε να κάνουµε τις εκτροφές µας βιολογικές, γιατί έχουµε πρόταση από την Όλυµπος να διπλασιάσουµε τις υφιστάµενες ποσότητες βιολογικού γάλακτος» είπε ο κ. Βούλγαρης.

Σε Θεσσαλία και Ιόνιο πιο υψηλές τιμές παραγωγού

Του Πέτρου Γκόγκου

Με µέση τιµή στα 0,84 λεπτά το κιλό για το σύνολο της ελληνικής Επικράτειας πληρώθηκαν οι 39.435 κτηνοτρόφοι της χώρας για το πρόβειο γάλα που παρέδωσαν το 2020 στις γαλακτοβιοµηχανίες. Τα στοιχεία του ΕΛΓΟ ∆ήµητρα εστιασµένα ανά περιφέρεια, δείχνουν ότι οι κτηνοτρόφοι της Θεσσαλίας και του Ιονίου πληρώθηκαν τις υψηλότερες τιµές για τις εισκοµίσεις γάλακτος, στα 0,90 ευρώ σχεδόν και 0,92 ευρώ αντίστοιχα, µε τους Θεσσαλούς να παραδίδουν και τις µεγαλύτερες ποσότητες, στα 156,28 εκατ. κιλά πρόβειου γάλακτος, από συνολικά 5.328 παραγωγούς.

Το µεγαλύτερο και µε διαφορά πλήθος κτηνοτρόφων εντοπίζεται στις περιφέρειες ∆υτικής Ελλάδας µε 8.067 δηλωµένους παραγωγούς και στην Κρήτη µε 7.005 παραγωγούς. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η απόκλιση των παραγόµενων ποσοτήτων µεταξύ των περιφερειών ∆υτικής Ελλάδας, Κρήτης και Θεσσαλίας όπου και δραστηριοποιούνται οι περισσότεροι κτηνοτρόφοι της χώρας, µε τις παραδόσεις των πρώτων να ανέρχονται για το 2020 σε 129,22 εκατ. κιλά πρόβειου γάλακτος, ενώ οι Κρητικοί παραδίδουν 54,42 εκατ. κιλά, όσα περίπου και οι 3.831 κτηνοτρόφοι της Ηπείρου.

 

Οι χαµηλότερες τιµές στους κτηνοτρόφους των αποµακρυσµένων νησιών

Για την ίδια περίοδο, από τα στοιχεία του ΕΛΓΟ προκύπτει ότι τις χαµηλότερες τιµές τις πληρώθηκαν οι κτηνοτρόφοι από  τα αποµακρυσµένα νησιά του νοτίου Αιγαίου και των Κυκλάδων, µε µέση τιµή στα 0,78 ευρώ το κιλό, όσα περίπου και οι Κρητικοί (0,7898 ευρώ). Στα µεγάλα παραγωγικά κέντρα της χώρας οι κτηνοτρόφοι της Αιτωλοακαρνανίας, πληρώθηκαν µε µέση τιµή στα 0,82 ευρώ το κιλό, στην Κεντρική Μακεδονία µε 0,85 ευρώ το κιλό και στην Ήπειρο µε 0,84 ευρώ το κιλό.

Ανά νοµό, η µεγαλύτερη παραγωγή εντοπίζεται στη Λάρισα µε 95,3 εκατ. κιλά και µέση τιµή παραγωγού στα 0,90 ευρώ, ενώ ακολουθεί η Αιτωλοακαρνανία µε 64,5 εκατ. κιλά και η Λέσβος µε 41,3 εκατ. κιλά και µέση τιµή τα 0,79 ευρώ το κιλό.

 

∆έκα λεπτά πάνω το γίδινο στη Θεσσαλία

Για το 2020, τα στοιχεία του ΕΛΓΟ καταγράφουν επίσης µέση τιµή γίδινου γάλακτος στα 0,54 ευρώ το κιλό για 15.047 παραγωγούς, εκ των οποίων οι βρίσκονται στη Λέσβο (1.414), τη Λάρισα (1.116) και την Αχαΐα (1.215). Ανάµεσα σε αυτές τις τρεις περιοχές, τις υψηλότερες τιµές πληρώθηκαν οι Λαρισαίοι κτηνοτρόφοι  στα 0,58 ευρώ το κιλό, ενώ στη Λέσβο και την Αχαΐα οι µέσες τιµές διαµορφώνονται στα 0,46 και 0,48 ευρώ το κιλό αντίστοιχα. Από µια συγκριτική ανάλυση ανάµεσα στις περιφέρειες Θεσσαλίας και Ηπείρου προκύπτει ότι κατά την τελευταία πενταετία βάσει τιµών ΕΛΟΓΑΚ οι µονάδες παραλαβής γάλακτος στη Θεσσαλία πληρώνουν σταθερά υψηλότερες τιµές στο γάλα, µε αποκορύφωµα το 2016, όταν η µέση τιµή αποτυπώνεται στα 1,01 ευρώ έναντι των 0,96 ευρώ στην Ήπειρο.

Ταυτόχρονα και οι ποσότητες πρόβειου γάλακτος που εισκοµίζουν οι βιοµηχανίες της Θεσσαλίας είναι µεγαλύτερες. Ανάλογη είναι και η σχηµατική αποτύπωση των διαφορών στην περίπτωση του γίδινου γάλακτος, µε την µεγαλύτερη απόκλιση ανάµεσα στις δύο περιοχές να καταγράφεται για το 2020, στα 9 λεπτά το κιλό, όταν το 2015 η µέση τιµή ήταν ίδια, στα 0,61 ευρώ το κιλό.

Ο κοινός τόπος για τα funds των Δωδώνη και Vivartia και στο βάθος Κολιός       

Σύμπραξη σε μετοχή βάση ή στο βάθος επιθετική εξαγορά;

Tου Γιώργου Λαµπίρη

Προς την κατεύθυνση σύναψης συνεργειών βρίσκονται αυτή την περίοδο oι συζητήσεις µεταξύ της CVC Capital Partners και της Strategic Initiatives, των δύο funds που εµπλέκονται στο ελληνικό επιχειρείν µε επενδύσεις και στον τοµέα της γαλακτοβιοµηχανίας. Αφενός το CVC Capital είναι το επενδυτικό κεφάλαιο, του οποίου την πρόταση για εξαγορά του οµίλου Vivartia ενέκρινε πρόσφατα το διοικητικό συµβούλιο του οµίλου Marfin Investment Group. Αφετέρου το ρωσικό fund, SI Capital Partners, είναι το επενδυτικό σχήµα που έχει αποκτήσει την ∆ωδώνη.

 

Ανοιχτό το ενδεχόµενο µειοψηφικής συµµετοχής σε ∆ωδώνη και ∆έλτα

Σύµφωνα µε το ρεπορτάζ που έχουµε στην διάθεσή µας τα δύο επενδυτικά κεφάλαια επιδιώκουν συνέργειες σε εµπορικό επίπεδο, σε επίπεδο αντιπροσώπων και σε λοιπές από κοινού πρωτοβουλίες που µπορούν να ευνοήσουν την επίτευξη οικονοµιών κλίµακας, την εξοικονόµηση πόρων σε διάφορα επίπεδα.

Σύµφωνα µε τις πληροφορίες, στο κάδρο βρίσκεται και η σύµπραξη σε µετοχική βάση. Αυτό πρακτικά θα σηµάνει τη συµµετοχή της CVC µε µειοψηφικό ποσοστό στη ∆ωδώνη και αντίστροφα τη συµµετοχή του SICP στη ∆έλτα µε αντίστοιχο µειοψηφικό ποσοστό. Σύµφωνα µάλιστα µε πηγές της αγοράς, δεν φαίνεται ορατό στον ορίζοντα αυτή τη στιγµή το ενδεχόµενο κάποιας επιθετικής εξαγοράς εκατέρωθεν, κάτι που θα σήµαινε την απόκτηση ποσοστού πλειοψηφίας.

 

Η υπόθεση της Κολιός

Από το κάδρο των συγκεκριµένων συνεργειών δεν λείπει η γαλακτοβιοµηχανία Κολιός, µε την οποία συζητάει το τελευταίο χρονικό διάστηµα η πλευρά του ρωσικού fund, όπου και εκεί θα µπορούσε να υπάρξει πεδίο ανάπτυξης συνεργειών µε την CVC. Η ρωσική πλευρά έχει προχωρήσει ήδη στην προσφορά τιµήµατος προς την Κολιός, στο οποίο φέρεται να έχει ανταποκριθεί η διοίκηση της γαλακτοβιοµηχανίας. Σε αυτή την περίπτωση το πράσινο φως θα κληθεί να δώσει εν τέλει ο ορκωτός ελεγκτής που εξετάζει τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις µε τις οποίες επιβαρύνεται η Κολιός, η οποία εµφανίζει ευρύ δανειακό φόρτο µε υποχρεώσεις που απορρέουν και από την πτωχευµένη Αγνό, συνδεδεµένη εταιρεία συµφερόντων της οικογενείας Κολιού.

 

Οι συµπράξεις για ∆ωδώνη-Μενοίκιο και ∆έλτα-ΜΕΒΓΑΛ σε γιαούρτι, προβιοτικά

Σε χώρο ανάπτυξης συνεργειών εξελίσσεται ο κλάδος της γαλακτοβιοµηχανίας, από τον οποίο προκύπτουν συγκεκριµένες κινήσεις σύµπραξης εταιρειών µεταξύ τους, σύµφωνα µε στοιχεία που έχουµε στην διάθεσή µας. Στην πρώτη εκ των δύο περιπτώσεων αυτή της ∆έλτα µε τη ΜΕΒΓΑΛ η συνεργασία για προϊόντα που βγαίνουν από το εργοστάσιο της δεύτερης για λογαριασµό της πρώτης, είναι κατά κάποιο τρόπο αναµενόµενη λόγω της µετοχικής συµµετοχής που διατηρεί η ∆έλτα στη ΜΕΒΓΑΛ. Αναφερόµαστε στην παραγωγή των κωδικών που πρόσφατα βγήκαν στα ψυγεία των σούπερ µάρκετ και συγκεκριµένα για το Αριάνι, που ανήκει στη σειρά προϊόντων «του Τόπου µας» και κυκλοφορεί στα σούπερ µάρκετ η ∆έλτα καθώς και για το Κεφίρ που κυκλοφορεί σε κλασική γεύση αλλά και µε γεύση φράουλα µε γάλα που προέρχεται από παραγωγούς της βορείου Ελλάδος. Τα προϊόντα αυτά παρασκευάζονται στις εγκαταστάσεις της ΜΕΒΓΑΛ στα Κουφάλια της Θεσσαλονίκης. Η συγκεκριµένη κίνηση αποτελεί µία ενέργεια στο πλαίσιο επίτευξης οικονοµικών κλίµακας µεταξύ των δύο γαλακτοβιοµηχανιών, δεδοµένου ότι η ΜΕΒΓΑΛ διατηρούσε ήδη στη γκάµα της και παράγει τα συγκεκριµένα προϊόντα. ∆εδοµένου µάλιστα ότι η ∆έλτα δεν διαθέτει γραµµή παραγωγής για τα συγκεκριµένα προϊόντα που προέρχονται από ζύµωση, αντιλαµβανόµαστε τον λόγο που έφερε τη συνέργεια µεταξύ των δύο επιχειρήσεων.

 

Η σύµπραξη για Μενοίκιο και ∆ωδώνη µε το παραδοσιακό γιαούρτι

Μία δεύτερη συνεργασία µεταξύ δύο εταιρειών διαφορετικού βεληνεκούς µεταξύ τους αποτελεί αυτή των ∆ωδώνη και του Αγροκτηνοτροφικού Βιοµηχανικού Συνεταιρισµού Προσοτσάνης, Μενοίκιο.

Σύµφωνα µε πληροφορίες, το Μενοίκιο ανέλαβε να παράγει για λογαριασµό της ∆ωδώνη το παραδοσιακό πρόβειο γιαούρτι και το παραδοσιακό κατσικίσιο γιαούρτι. Τα συγκεκριµένα προϊόντα κυκλοφόρησαν στα τέλη του 2020. Σηµειώνεται ότι το παραδοσιακό κατσικίσιο και πρόβειο γιαούρτι είναι δύο κωδικοί που περιλαµβάνονται και στα προϊόντα γιαουρτιού που παράγει η εταιρεία από τη ∆ράµα.