Η άνοδος αυτή απηχεί πρωτίστως το νόµο της προσφοράς και της ζήτησης. Αποτελεί άλλωστε κοινό µυστικό ότι το πρόβειο γάλα που παράγεται στη χώρα µας δεν επαρκεί για να καλύψει την παρασκευή φέτας (ένα Προϊόν Ονοµασίας Προέλευσης και γίνεται µόνο από ντόπιο γάλα) που ζητάει και δύναται να απορροφήσει η αγορά (εγχώρια και κυρίως διεθνής). Η εµπειρία των τελευταίων ετών διδάσκει ότι η αγορά, όχι µόνο έχει τη διάθεση αλλά είναι και σε θέση να πληρώσει µια υψηλότερη τιµή για τη φέτα, αρκεί να ξέρει πως είναι φέτα, είναι ελληνική και τηρεί µε ευλάβεια την προβλεπόµενη συνταγή. Μια προσεκτική µελέτη στα οικονοµικά αποτελέσµατα των συντελεστών του κλάδου και όχι µόνο των τυροκοµικών µονάδων και της γαλακτοβιοµηχανίας, δείχνει ότι σχεδόν όλοι είχαν όφελος από την πορεία που ακολούθησαν οι τιµές.
Πριν από τους κτηνοτρόφους που είδαν την τιµή του πρόβειου γάλακτος να εκτοξεύεται µέχρι και 1,8 ευρώ το κιλό, οι καλλιεργητές ζωοτροφών γνώρισαν για πρώτη φορά επίπεδα τιµών που να δίνουν νόηµα στη δραστηριότητά τους, όταν π.χ. το κριθάρι έφευγε από τα χέρια του παραγωγού µέχρι και 35 λεπτά.
Ακολούθως, δεν βρέθηκαν σε δύσκολη θέση, αντίθετα διεύρυναν την παρουσία τους σε κρίσιµες αγορές διεθνώς, οι τυροκοµικές επιχειρήσεις και κύρια οι µονάδες µε εξαγωγικό προσανατολισµό, τα οικονοµικά αποτελέσµατα των οποίων δικαίωσαν όπως όλα δείχνουν την επιλογή τους να… πληρώσουν το πρόβειο γάλα. Η ανησυχία που εξέφραζαν πολλοί εκ των συντελεστών του κλάδου για το ενδεχόµενο να αυξηθούν τα αποθέµατα και να επέλθει οικονοµική κατάρρευση επιχειρήσεων και τιµών αποδείχθηκαν µάταιες και αντί αυτού βλέπουµε σήµερα πολλές επιχειρήσεις να προχωρούν σε πολύ σηµαντικά επενδυτικά προγράµµατα.
Οι ισολογισµοί του 2022 που βλέπουν αυτό τον καιρό τη δηµοσιότητα δείχνουν εκπληκτικές επιδόσεις και για τις αλυσίδες λιανικής, που σηµαίνει ότι και τα super market µόνο να κερδίσουν είχαν από την καλή τιµή της φέτας. Και σ’ αυτό το σηµείο, οι αγωνίες που εκφράζονταν µε δηλώσεις και δηµοσιεύµατα στον αστικό τύπο (όνοµα και µη χωριό) µάλλον θα πρέπει να… ξαναδιαβαστούν.
Τα λέµε όλα αυτά γιατί, ακούγεται αυτές τις µέρες, µια «µουρµούρα» από τους παραλήπτες του πρόβειου (και αίγιου) γάλακτος, προφανώς εν όψει των συµφωνιών για τη νέα γαλακτοκοµική περίοδο. Από τη µια επικαλούνται τη «γκρίνια» των αλυσίδων λιανικής κι από την άλλη, πριν καλά – καλά αρχίσουν τ’ αλώνια βλέπουν το «περιθώριο» που αφήνουν στους κτηνοτρόφους οι νέες τιµές των ζωοτροφών. ∆ηλαδή, µη χαθεί µέρα. Μην τύχει και µείνει κάτι στην τσέπη του κτηνοτρόφου. Μην πλουτίσουν ξαφνικά και γίνουν κι εκείνοι… βιοµήχανοι. Έλεος!
Σε ορατό χρόνο, όλοι κερδισµένοι
Η µέχρι στιγµής αξιολόγηση της κατάστασης δείχνει ότι… ο Γιάννης φοβάται το θεριό και το θεριό το Γιάννη. Το γάλα είναι λιγότερο, κανείς δεν θέλει να χάσει προµηθευτές, δηλαδή κτηνοτρόφους, αλλά και κανείς δεν θέλει να πληρώσει αυτό που κατέβαλε ως κόστος πρώτης ύλης την περασµένη χρονιά. Με δεδοµένο ότι το γάλα είναι λιγότερο, πολλά θα κριθούν από την «διαφύλαξη» των συνόρων από εισαγωγές που θα µπορούσαν να γίνουν… φέτα. Αν αυτό διασφαλισθεί, τότε είναι βέβαιο ότι οι τιµές παραγωγού τη νέα γαλακτοκοµική περίοδο 2023-2024 θα µπορούσαν να διατηρηθούν γύρω από τα σηµερινά επίπεδα. Μια τέτοια εξέλιξη, θα µπορούσε ενδεχοµένως να αποδειχθεί µεσοπρόθεσµα επωφελής και για τη µεταποιητική βιοµηχανία.
Η κάπως καλύτερη κερδοφορία των κτηνοτροφικών µονάδων θα µπορούσε να οδηγήσει ξανά σε επενδύσεις, σε αύξηση του ζωικού κεφαλαίου και σε αύξηση της παραγωγής. Θέλει θάρρος.