του Γιώργου Λαμπίρη
Φωτογραφίες: Γεωργία Καραμαλή
Τιμώντας τη σύζυγο και σύντροφό του, Μαρία, μετέφερε το παρατσούκλι της, Βλάχα, και στην ονομασία της επιχείρησης που ο ίδιος έφτιαξε. Το μικρόβιο σταδιακά μεταβιβάστηκε στον γιο του, Θόδωρο, ο οποίος ήδη από το 1991 είχε αρχίσει να εμπλέκεται ενεργά με τα πεπραγμένα της οικογενειακής επιχείρησης. Καθότι η «Βλάχα» ήταν αρκετά μικρή πλέον για να καλύψει τη ζήτηση, το 2009 δημιουργήθηκε η «Βλάχα» η νεότερη, σε νέες εγκαταστάσεις με έδρα την Εσώβαλτα Πέλλας. «Ξεκινήσαμε χωρίς επιδότηση, αποκλειστικά με δικά μας κεφάλαια και κάθε χρόνο πηγαίναμε και καλύτερα», λέει ο γιος, Θόδωρος Τσελέπης.
Προσήλωση στα μικρά παντοπωλεία
Τα προϊόντα της «Βλάχας» διανέμονται σε αρκετά σημεία της Κεντρικής Μακεδονίας, σε μικρά παντοπωλεία, με τον Θόδωρο Τσελέπη να δηλώνει ότι προτιμά να διατηρεί τη σχέση που αναπτύσσεται με τα μικρά σημεία πώλησης. Να μπορεί να έχει προσωπική επαφή με τους πελάτες του και να αφουγκράζεται καλύτερα τις ανάγκες τους. «Κάποια στιγμή δούλεψα και με αλυσίδες σούπερ μάρκετ. Ήμουν ευτυχώς μικρός τότε και έτσι είχα την επιλογή να κινηθώ όπως εγώ θεωρούσα καλύτερο. Διαπίστωσα ότι δεν με εξέφραζε να τοποθετήσω τα προϊόντα μου σε μία βιτρίνα ή ένα ψυγείο με εκατοντάδες ακόμα κωδικούς. Το πιθανότερο είναι ότι μέσα στο πλήθος, εάν κάποιος δεν γνώριζε το δικό μας προϊόν, θα έμενε απούλητο».
Ο Τσελέπης δημιούργησε ένα αρκετά καλά οργανωμένο δίκτυο στην ευρύτερη περιοχή δραστηριότητάς του σε Ημαθία, Πέλλα, Πιερία, Χαλκιδική. Με συνέπεια στις παραδόσεις των προϊόντων, στις πληρωμές των συνεργαζόμενων παραγωγών και έλεγχο της παραγωγικής διαδικασίας σε όλα τα στάδια. Προμηθεύει κατά καιρούς χωρίς σταθερή ροή παραγγελιών την πρωτεύουσα, η οποία δεν αποτελεί κύριο μέλημά του. Η μεγάλη πόλη δεν εκφράζει τη φιλοσοφία του, ενώ όπως λέει «οι Αθηναίοι δεν προτιμούν τη σκληρή Φέτα που φτιάχνουμε εμείς στη Μακεδονία. Γι’ αυτό και στην Αθήνα δουλεύει το κατσικίσιο που είναι πιο μαλακό. Προτιμώ να κάνω σταθερά βήματα, να πουλάω μόνος μου αυτό που παράγω και να πληρώνω με συνέπεια τους παραγωγούς».
Η προμήθεια του γάλακτος γίνεται από κτηνοτρόφους της ευρύτερης περιοχής από τον κάμπο των Γιαννιτσών, την Ημαθία, την Αριδαία σε ακτίνα που δεν υπερβαίνει τα 70 χιλιόμετρα από τις εγκαταστάσεις του. Εισκομίζει τόσο αιγοπρόβειο όσο και αγελαδινό γάλα, καθότι εκτός από Φέτα παρασκευάζει αγελαδινό γιαούρτι και τυρί. «Στο σημείο που έχουν φτάσει οι τιμές της Φέτας, βλέπουμε ότι αρκετοί έχουν στραφεί προς το λευκό αγελαδινό τυρί. Αυτή τη στιγμή πουλάω τις ίδιες ποσότητες Φέτας και αγελαδινού. Τον πρώτο καιρό έφτιαχνα μόνο Φέτα και Μπάτζο, το ΠΟΠ τυρί της περιοχής από πρόβειο γάλα. Το αγελαδινό, ο κόσμος δεν το είχε σε εκτίμηση. Πολλοί είχαν μάθει ότι αρκετές βιομηχανίες έβγαζαν ένα αγελαδινό τυρί κατώτερης ποιότητας, αφήνοντας κακό όνομα στην αγορά. Αυτό μάλιστα μας οδήγησε να ονομάσουμε το αγελαδινό, Τελεμέ, δεδομένου ότι η ονομασία λευκό τυρί δεν έχει καλό όνομα στους καταναλωτές».
«Σταδιακά το αγελαδινό απέκτησε αξία για την περιοχή και τους πελάτες μου. Μάλιστα, πριν από μερικά χρόνια που η Φέτα πωλούνταν 4 ευρώ σε τιμή χονδρικής, εγώ είχα καταφέρει να πουλάω στην ίδια τιμή και το αγελαδινό. Η πτώση της Φέτας εκείνη την περίοδο δημιούργησε πρόβλημα στην αγορά. Έπεσε η τιμή του γάλακτος, χάθηκαν πολλά κοπάδια και σήμερα δεν υπάρχει διαθεσιμότητα. Οι κτηνοτρόφοι είναι λίγοι. Φέτος οι τιμές έχουν ανέβει πολύ ψηλά στο γάλα, παρόλα αυτά όμως οι πωλήσεις της Φέτας παραμένουν αμείωτες». «Προ διετίας οι βιομηχανίες δεν συνεργάζονταν με κτηνοτρόφους που είχαν παραγωγή κάτω από 15 τόνους. Σήμερα μπαίνουν βυτία των είκοσι τόνων σε αυλές για να παραλάβουν ό,τι υπάρχει διαθέσιμο» σημειώνει χαρακτηριστικά.
Περιγράφοντας τη σχέση του με τους παραγωγούς τονίζει ότι προέχει η προσωπική σχέση. «Με τους περισσότερους διατηρούμε φιλική σχέση. Αντιθέτως όσοι συνεργάζονται με τη βιομηχανία γνωρίζουν μόνο τον άνθρωπο που κλείνει τις ποσότητες».
Δεν αναπληρώνονται οι κτηνοτρόφοι που έφυγαν
Το μεγαλύτερο πλήγμα που έφερε η αποχώρηση μεγάλου μέρους των κτηνοτρόφων από το επάγγελμα, είναι σύμφωνα με τον Θόδωρο Τσελέπη, ότι δεν επιστρέφουν και κυρίως δεν αναπληρώνονται με νέους κτηνοτρόφους. Οι τιμές που ο ίδιος πληρώνει είναι 1,20-1,25 ευρώ στο πρόβειο, περί τα 0,75 ευρώ στο γίδινο και 0,40 ευρώ στο αγελαδινό. «Αναγκαστικά ακολουθώ τη βιομηχανία. Γιατί όταν έπεσε η τιμή του γάλακτος οι βιομηχανίες περιέκοψαν τα τιμολόγια από το ένα ευρώ, στα 0,75 ευρώ την επόμενη ημέρα. Εγώ δεν μπορούσα να κόψω 20 και 25 λεπτά από την τιμή στους κτηνοτρόφους μου από τη μία ημέρα στην άλλη. Αντιθέτως στην κίνηση των βιομηχανιών δεν αντέδρασε κανείς».