Σε δηλώσεις του σε τοπικά μέσα ο Στράτος Μπαλαντίνος τόνισε ότι «Νιώθουμε για άλλη μία φορά δεσμευμένοι και πιστοί στο στόχο μας για ποιοτικά προϊόντα που αναδεικνύουν την υψηλή κρητική διατροφική κουλτούρα μας, προς όλους τους καταναλωτές εν δυνάμει και μελλοντικούς. Ευχαριστούμε τον κόσμο που μας στηρίζει όλα αυτά τα χρόνια και μας δίνει δύναμη να συνεχίζουμε να κάνουμε γνωστά τα προϊόντα του τόπου μας σε όλα τα σημεία του πλανήτη».
Η οικογένεια Μπαλαντίνου ξεκίνησε την ενασχόληση της με την τυροκομία πριν από σχεδόν έναν αιώνα, το 1928 στο Θέρισο, το χωριό του Ελευθέριου Βενιζέλου. Μετά από μια περίοδο απραξίας λόγω του πολέμου, περί το 1955-56 την επιχείρηση επανεκκίνησε δυναμικά ο Βασίλης Μπαλαντίνος, ανοίγοντας κατάστημα στο κέντρο των Χανίων, και επαναλειτουργώντας το τυροκομείο στο Θέρισο. Το 2013 άνοιξε η μονάδα στο Βαρύπετρο Χανίων, όπου η οικογενειακή επιχείρηση παρασκευάζει τα εκλεκτά προϊόντα της, λαμβάνοντας περίπου 15 τόνους γάλα την ημέρα από περίπου 100-120 παραγωγούς.
Η νέα διάκριση μαρτυρά πως η ΠΟΠ Γραβιέρα Κρήτης ως προϊόν έχει αρχίσει σιγά σιγά να κερδίζει έδαφος στις διεθνείς αγορές, παρότι έχει ακόμα αρκετά περιθώρια εξέλιξης. Όπως είχε αναφέρει χαρακτηριστικά ο Σπύρος Μπαλαντίνος, ο οποίος ανήκει στην τέταρτη γενιά της επιχείρισης, στη συνέντευξη του στο Γιάννη Πανάγο για την έκδοση The Top 50 του Τυροκόμου << Η Γραβιέρα Κρήτης ΠΟΠ ακόμα δεν έχει βρει το δρόμο της στις διεθνείς αγορές. Σίγουρα γίνονται εξαγωγικά βήματα. Νομίζω πέρυσι περάσαμε τα 3,5 εκατομμύρια σε τζίρο τυροκομικών που εξάγουμε, με το μεγαλύτερο μέρος να είναι Γραβιέρα. Σαν νούμερο επί του συνόλου της Κρήτης είναι αστείο, δηλαδή είμαστε πολύ χαμηλά. Θετικό δείγμα είναι όμως ο ρυθμός ανάπτυξης, αν σκεφθεί κανείς ότι πριν έξι χρόνια είμασταν στις 500 χιλιάδες. Βέβαια ο πρώτος ρόλος είναι σε μας, τους τυροκόμους, δεν μπορεί να μας βοηθήσει ούτε το υπουργείο, ούτε κανένας οργανισμός>>.
Αναλυτικά τη συνέντευξη του Σπύρου Μπαλαντίνου μπορείτε να διαβάσετε εδώ.