Του Πέτρου Γκόγκου
Σε περιόδους που οι αντοχές της κοινωνίας έχουν δοκιμαστεί στα όριά τους, οι άνθρωποι είναι λίγο περισσότερο ευερέθιστοι από το σύνηθες και μερικοί Άγγλοι έμποροι και μεσάζοντες στα μέσα του περιπετειώδους για την Βρετανική αυτοκρατορία 18ου αιώνα πήραν ένα καλό μάθημα του τι μπορεί να πάθει κανείς όταν φουσκώνει τις ήδη πληθωριστικές τιμές στα τρόφιμα. Κάρα αναποδογύρισαν, αποθήκες και πλοία μεταφοράς άδειασαν ενώ εκατοντάδες κεφάλια τυριού εξαφανίστηκαν με τον στρατό να ανοίγει πυρ στο εξεγερμένο έναντι των εμπόρων πλήθος.
Εν έτη 2021, ξηρασία, λίγο νωρίτερα παγετός και οι επιπλοκές από την πανδημία περιόρισαν σημαντικά την προσφορά των αγροτικών προϊόντων διαμορφώνοντας θεμελιώδη που οδήγησαν στα ύψη τις τιμές των αγροτικών εμπορευμάτων. Τον περασμένο Αύγουστο ο πληθωρισμός στην Ευρώπη έγραψε πάνω από 3%, ένα ποσοστό ανησυχητικό για τους τραπεζικούς και πολιτικούς ιθύνοντες, με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τροφίμων (FAO) να μετρά 13,6% αύξηση στις τιμές γαλακτοκομικών προϊόντων και +32,9% στον δείκτη τιμών αγροτικών εμπορευμάτων συγκριτικά με το 2020. Στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου που βρέθηκε χωρίς ουσιαστικούς εμπορικούς εταίρους ελέω της παλιάς πια ιστορίας με το Brexit, ως τα Χριστούγεννα τα μεγάλα βρετανικά ΜΜΕ ανησυχούν για άδεια ράφια στα super market και τις τιμές στα ύψη. Σε τέτοιες περιόδους στον τομέα της πρωτογενούς παραγωγής και στις εμπορικές ισορροπίες βγαίνουν πολλά χρήματα όσο χάνονται περιουσίες.
Το φθινόπωρο του 1766 βρήκε την γηραιά ήπειρο σε μια αντίστοιχη παραγωγικά χρονιά. Οι σοδειές σε ολόκληρη την Ευρώπη ήταν απογοητευτικές, με τις τιμές στο σιτάρι, το καλαμπόκι, το αλεύρι και άλλα τρόφιμα να σχηματίζουν απαγορευτικές κορυφές. Παρά το δυσμενές εμπορικό κλίμα, οι κάτοικοι του Νότιγχαμ ετοιμάζονταν για την ετήσια εμποροπανήγυρη Goose Fair (Παζάρι Χήνας) που γίνεται ακόμα και σήμερα στις αρχές του Οκτώβρη με τις ρίζες του να χάνονται σε βάθος χιλιετίας.
Με τις αποθήκες άδειες, οι Άγγλοι έμποροι, επέλεξαν τότε να εξάγουν τη λιγοστή παραγωγή των αγγλικών επαρχιών προσδοκώντας σε τεράστια κέρδη, κάτι που έφερε σημαντικές ελλείψεις τροφίμων στη Βρετανία. Καθώς το παζάρι άνοιγε τις πύλες του, οι κάτοικοι του Νότινγχαμ ήταν πεινασμένοι, θυμωμένοι και έτοιμοι για δράση. Ενώ κατά τους προηγούμενους αιώνες το Παζάρι λειτουργούσε ως ένας χώρος εμπορίας και ανταλλαγής παραγωγικών ζώων, πλέον είχε μετεξελιχθεί σε μια μεγάλη αγορά τροφίμων. Με τη σοδειά των αγροτών τόσο φτωχή, οι πάγκοι το 1766 είχαν κυρίως τυριά, που τότε πωλούνταν σε τεράστια κεφάλια, ωστόσο οι τιμές ήταν πιο τσιμπημένες από το σύνηθες. Για την ακρίβεια, οι τιμές ήταν διπλάσιες από αυτές που πωλούνταν το τυρί μια βδομάδα νωρίτερα στο γειτονικό Κόβεντρι.
Ένα γενικό αίσθημα αγωνίας κυρίευσε τους χωρικούς της περιοχής, που θέλησαν να εξασφαλίσουν ότι τα τρόφιμα που παράγονταν στην ευρύτερη γειτονιά τους, θα παρέμεναν εκεί. Η αγωνία πήρε τη μορφή εξέγερσης στις 2 Οκτωβρίου, όταν κάποιοι επιδέξιοι έμποροι από το Λίνκολνσάιρ, εβρέθησαν να αγοράζουν μια τεράστια ποσότητα τυριού σκοπεύοντας να το μεταπουλήσουν στο επερχόμενο δικό τους παζάρι. Γρήγορα περικυκλώθηκαν από μια ομάδα θυμωμένων χωρικών που απαίτησαν το τυρί να διανεμηθεί στο Νότιγχαμ και η απόγνωση δεν άργησε να γίνει μια βίαιη εκδήλωση.
Ένα γενικευμένο πλιάτσικο, κυρίως τυριών, έλαβε χώρα, καθώς το πλήθος αναποδογύριζε τους πάγκους του Πανηγυριού. Σε μια προσπάθεια να ηρεμήσει τα πνεύματα, ο δήμαρχος του Νότιγχαμ ανέβηκε σε ένα βήμα ώσπου ένα τεράστιο κεφάλι τυρί έπεσε με δύναμη πάνω του για να κυλίσουν από την πλαγιά σαν ένα βαρέλι δήμαρχος και τυρί.
Μερικοί ντόπιοι όπλισαν εαυτούς και στάθηκαν στο πλευρό των εμπόρων, στήνοντας οδοφράγματα για να αποτρέψουν το εξοργισμένο πλήθος. Μια αποθήκη γεμάτη τυριά ανοίχτηκε παρά τις αντιστάσεις των ιδιοκτητών, ενώ ένας μετανοημένος έμπορος στη γέφυρα του Τρεντ, αν και προσφέρθηκε να πουλήσει τελικά σε φυσιολογικές τιμές την γαλακτοκομική πραμάτεια του, είδε τους χωρικούς να σηκώνουν όλο το φορτίο του πλοίου του. Για τις επόμενες ημέρες, το Νότιγχαμ είχε εγκλωβιστεί σε ένα τυρένιο χάος.
Μόνο με την παρέμβαση του 15ου τμήματος Δραγώνων (αγγλικό βαρύ ιππικό του 17ου αιώνα) μερικά 24ωρα αργότερα επανήλθε η τάξη. Οι βαριά οπλισμένοι στρατιώτες άνοιξαν πυρ, τραυματίζοντας πολλούς, σκοτώνοντας μάλιστα και έναν αγρότη, τον Γουίλιαμ Ένγλεστον, που στεκόταν πάνω σε έναν σωρό από τυριά. Έγιναν συλλήψεις, με τους εξεγερμένους όμως να απελευθερώνουν λίγο αργότερα αρκετούς «συναγωνιστές» τους από το κρατητήριο. Η τάξη επανήλθε τις επόμενες εβδομάδες στο Νότιγχαμ, ωστόσο χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια ώσπου η μεταφορά τυριών στην καρδιά της Βρετανικής Αυτοκρατορίας να γίνει ξανά χωρίς τη συνοδεία ένοπλης φρουράς.