του Γιάννη Πανάγου
Ο έντονος ανταγωνισμός που παρατηρείται εδώ και ένα χρόνο περίπου σε ό,τι αφορά στην προσέλκυση κτηνοτροφικών μονάδων, ειδικά στον κλάδο της προβατοτροφίας, δεν θα είναι τίποτα μπροστά σ’ αυτό που πρόκειται να ακολουθήσει, όσο ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται και οι συνθήκες στην αγορά ζωοτροφών δεν εξομαλύνονται. Ενισχυμένες σ’ αυτήν τη φάση δείχνουν οι βιομηχανίες με σταθερή βάση εισκομίσεων πρώτης ύλης και καλή συναλλακτική σχέση με τους παραγωγούς, ενώ στις τάξεις των παραγωγών γάλακτος δείχνουν μεγαλύτερη αντοχή οι μονάδες με κάθετη συγκρότηση και δική τους βάση παραγωγής ζωοτροφών.
Η ρευστή κατάσταση που επικρατεί δείχνει να καθυστερεί, κατά κάποιο τρόπο, τουλάχιστον σ’ αυτήν τη φάση, τα μεγαλόπνοα σχέδια εξαγορών και συγχωνεύσεων που ξεκίνησαν τον περασμένο χρόνο, κυρίως από ισχυρά funds, δίνοντας χρόνο στις αυτοδύναμες ιδιωτικές επιχειρήσεις του κλάδου να επαναπροσδιορίσουν τη στρατηγική τους και να θωρακίσουν ανάλογα τη θέση τους.
Είναι σαφές ότι υπό τις παρούσες συνθήκες, κανείς δεν θα επέλεγε το δρόμο της κυριαρχίας σε μια αγορά η οποία δεν έχει λύσει στοιχειωδώς τα θέματα της πρώτης ύλης.
Οι λεπτές «χορδές» της εγχώριας αγοράς
Ακόμα και η παραίτηση της CVC Capital, από τον έλεγχο του μετοχικού κεφαλαίου της ΜΕΒΓΑΛ, κάτι που έδωσε την ευκαιρία στον επιχειρηματία Θεοδωρόπουλο να αποκτήσει στρατηγικό ποσοστό στη μακεδονική γαλακτοβιομηχανία, δείχνει μια δυσκολία του αμερικανικού fund να κατανοήσει και να διαχειριστεί ανάλογα τις «λεπτές χορδές» λειτουργίας της εγχώριας αγοράς, μια εκ των οποίων έχει να κάνει με τη ζώνη γάλακτος και τη σχέση με τους παραγωγούς.
Υπενθυμίζεται ότι στα τέλη του περασμένου χρόνου και πριν οι αυξήσεις στις ζωοτροφές γίνουν εκρηκτικές, σε συνέδριο του κλάδου (The Dairy Conference), ο διευθύνων σύμβουλος της Δωδώνη, Μιχάλης Παναγιωτάκης, αναφερόμενος στη συγκέντρωση που θα παρουσιάζει η βιομηχανία της Φέτας, τόνιζε χαρακτηριστικά ότι «η συγκέντρωση στον κλάδο μόλις τώρα αρχίζει και θα είναι εντονότερη κι από αυτή που έχουμε δει να παρουσιάζεται στον κλάδο των σούπερ μάρκετ».
Μέχρις εκείνο το διάστημα και φυσικά πριν ξεσπάσει ο πόλεμος στην Ουκρανία, ανατρέποντας πολλά από τα δεδομένα, η περαιτέρω συγκέντρωση έδειχνε να αποτελεί μια βεβαιότητα για την οποία βέβαια δεν ήταν λίγοι εκείνοι που εξέφραζαν την ανησυχία τους.
Υπενθυμίζεται ότι στη διάρκεια της περασμένης χρονιάς το αμερικανικό fund CVC Capital Partners με την εξαγορά της Vivartia έχει θέσει υπό τον έλεγχό του και τη Δέλτα που υπάγεται στον συγκεκριμένο όμιλο. Λίγο αργότερα ακολούθησε η εξαγορά ποσοστού πλειοψηφίας της Δωδώνη, ενώ κάποιους μήνες μετά ενέταξε στο χαρτοφυλάκιό του και μία εταιρεία εισαγωγής γάλακτος και τυροκομικών, ονόματι, Δ.Σ. Γκατένιο Α.Ε. Η τελευταία τζίραρε 60 εκατ. ευρώ το 2020, με καθαρά κέρδη την ίδια χρονιά στα 3 εκατ. ευρώ. Σ’ εκείνη τη φάση στελέχη του κλάδου δεν έκρυβαν την ανησυχία τους για τη συγκεκριμένη κίνηση, θεωρώντας ότι θα μπορούσε να ανατρέψει λεπτές ισορροπίες τόσο στη σχέση της εγχώριας γαλακτοβιομηχανίας με τη ζώνη γάλακτος όσο και στις νόρμες, δηλαδή τους άγραφους κώδικες της παραγωγικής διαδικασίας.
του Πέτρου Γκόγκου
Έλλειψη ζωοτροφής, λιγότερο γαλα
Καταλύτης απορρύθμισης της ελληνικής ζώνης γάλακτος, το µείγµα στην αγορά ζωοτροφών που γίνεται εκρηκτικό καθώς µετά την άνοδο των τιµών έρχονται και οι πρώτες ελλείψεις, ιδίως στα νησιά και την Κρήτη, όπου σε ορισμένες περιπτώσεις έχει μπει πλαφόν στην ποσότητα. Βέβαια, δυσκολίες αντιμετωπίζουν και μεγάλα συνεταιριστικά σχήματα της ηπειρωτικής χώρας που δυσκολεύονται να προμηθεύσουν τους παραγωγούς με ζωοτροφές. Παράλληλα ζυγίζουν το τεράστιο ρίσκο διάθεσης προϊόντος σε τέτοια υψηλά επίπεδα, αφού η εξόφληση από τους παραγωγούς με τις υφιστάμενες τιμές στο πρόβειο κρίνεται αμφίβολη.
Οι πρωτοφανείς επιπλοκές στην αλυσίδα εφοδιασμού ζωοτροφών, οι ανεξέλεγκτες επιβαρύνσεις στα ενεργειακά κόστη των μονάδων και των τυροκομείων, οδηγούν μεν σε ενίσχυση των τιμών παραγωγού και μια διστακτική ανατίμηση στα τελικά τυροκομικά προϊόντα, ωστόσο παράλληλα αποκαλύπτουν και σημαντικές διαχρονικές παθογένειες του κλάδου εν γένει, με πρώτη και κύρια την εξάρτηση της χώρας τόσο από σκόνη γάλακτος και παγοκολόνες εκ Γερμανίας και Ολλανδίας, όσο και από βουλγαρικό και ρουμανικό καλαμπόκι.
Για το ζήτημα των τιμών, σημαντικές ενισχύσεις στις τιμές του αγελαδινού καθώς και του πρόβειου και γίδινου, προεξοφλεί σε συνέντευξη στο παρόν τεύχος του Τυροκόμου ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της δραμινής γαλακτοβιομηχανίας ΝΕΟΓΑΛ, Χριστόφορος Σεβαστίδης. Σύμφωνα με τον ίδιο, η διάρθρωση της αγοράς είναι τέτοια που θα επιτρέπει την ενίσχυση των τιμών πρώτα στο αγελαδινό γάλα, μιας και εδώ η εξάρτηση της χώρας σε ποσοστό 60 με 65% από τις εισαγωγές κατευθύνεται πρώτα και κύρια από τις ανατιμήσεις που τρέχουν ήδη στην Κεντρική Ευρώπη. Για το πρόβειο, οι νέες τιμές παραγωγού αναμένονται να ανακοινωθούν για τα συμβόλαια της επόμενης γαλακτοκομικής περιόδου και δεν γίνεται παρά να υπερβούν κατά πολύ τα 1,25 του σημερινού μέσου όρου.
Επί του αγελαδινού λοιπόν, ήδη η μεγάλες γαλακτοβιομηχανίες της χώρας επικοινωνούν στους μεγάλους συνεργαζόμενους κτηνοτρόφους λίγο έως πολύ ότι «η τιμή δεν είναι πρόβλημα τώρα».
Σε αυτή την περίοδο γίνονται διερευνητικές συζητήσεις με τους κτηνοτρόφους αναφορικά με τη δυνατότητα των τελευταίων να καλυφθούν με τις απαραίτητες ζωοτροφές και να συνεχίσουν ομαλά την παραγωγική διαδικασία και τις παραδόσεις γάλακτος. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα λοιπόν η συζήτηση για την τιμή με βάση την οποία θα γίνονται αυτές οι παραδόσεις, είναι το τελευταίο που φαίνεται να απασχολεί τη βιομηχανία. Άλλωστε, κατά τις πρώτες εβδομάδες του Μαρτίου το «χρηματιστήριο γάλακτος» στη Γερμανία, έγραψε το ανήκουστο υψηλό των 65 λεπτών το κιλό για το αγελαδινό γάλα. Πρόκειται επί της ουσίας για την τιμή βάσει της οποίας γίνονται και οι spot συναλλαγές ανάμεσα στις ισχυρές γαλακτοβιομηχανίες της Ευρώπης για τις «ακάλυπτες» χωρίς συμβόλαια ποσότητες γάλακτος.
Με άλλα λόγια, ακόμα και με μια γενναία αύξηση των τιμών στα συμβόλαια των αγελαδοτρόφων, το ελληνικό αγελαδινό γάλα που σήμερα φεύγει από τη μονάδα με μια τιμή κοντά στα 44 με 45 λεπτά το κιλό, καθίσταται πιο ανταγωνιστικό από το εισαγόμενο. Η αγωνία μεγάλων γαλακτοβιομηχανιών της χώρας δεν κρύβεται.
Την ίδια στιγμή, εκπρόσωπος μεγάλου κτηνοτροφικού συνεταιρισμού δεν κρύβει την αγωνία του για τη δυνατότητά του να καλύψει τα μέλη με τις απαραίτητες ζωοτροφές, όπως γίνεται συστηματικά τα τελευταία χρόνια, χωρίς να κρύβει παράλληλα την ανησυχία του για το ενδεχόμενο κάποιες μονάδες να μην μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στα υψηλά κόστη με τα οποία γίνονται τον τελευταίο καιρό οι προμήθειες των αντίστοιχων πρώτων υλών.
Αν υπήρχε περισσότερο γάλα
Μια αισιόδοξη ανάγνωση της κατάστασης θα υπαγόρευε τον επανασχεδιασμό της σχέσης μεταξύ κτηνοτρόφων και τυροκομείων αλλά και γαλακτοβιομηχανιών, καθώς και την ανάπτυξη στρατηγικών ενίσχυσης της παραγωγικότητας των μονάδων. Βασικός μοχλός στήριξης φαίνεται ότι είναι ο επαναπροσδιορισμός των συμβολαίων μεταξύ αγελαδοτρόφων και γαλακτοβιομηχανίας, εφόσον πλέον στόχος είναι η αποδέσμευση της εγχώριας παραγωγής από τις εισαγόμενες ποσότητες. Ο δρόμος από την κυριαρχία του 60% των εισαγωγών αγελαδινού ως την ενίσχυση της αυτάρκειας, περνά από το σχεδιασμό μιας συνθήκης συνεργασίας που ισορροπεί καλύτερα στις ανάγκες των μονάδων. Μόλις επιτευχθεί αυτό, το ίδιο μοντέλο καλείται να υιοθετηθεί και από τον κλάδο της αιγοπροβατοτροφίας. Άλλωστε η από εδώ και στο εξής ανάπτυξη της αιγοπροβατοτροφίας ήδη εξετάζεται σε συνάρτηση με το μοντέλο που εφαρμόζεται στην αγελαδοτροφία, σύμφωνα πάλι με τον επικεφαλής της ΝΕΟΓΑΛ, Χριστόφορο Σεβαστίδη.
Πάντως, η συζήτηση για την ενίσχυση της παραγωγικότητας των μονάδων δεν είναι νέα. Πλέον όμως αποκτά βαρύτητα επιβίωσης του κλάδου εν γένει. Το ζήτημα είχε προκύψει έντονα και την περασμένη περίοδο, πριν κορυφωθεί το κύμα ανόδου στις διεθνείς αγορές αγροτικών εμπορευμάτων εξαιτίας της πανδημίας και φυσικά πολύ πριν ξεκινήσει ο πόλεμος της Ουκρανίας. Αφορμή τότε ήταν η διαπίστωση ότι η εγχώρια παραγωγή πρόβειου και γίδινου γάλακτος δεν ήταν αρκετή για να καλύψει τη ζήτηση για Φέτα.
Το μοντέλο της επιχειρηματικής κτηνοτροφίας, είναι αυτό που προβάλλει ο κ. Σεβαστίδης, παρουσιάζοντας και το μοντέλο που ήδη εφαρμόζει η γαλακτοβιομηχανία από τη Δράμα.
Πάντως και πριν από την πανδημία είχε εκφραστεί μια τάση επιτάχυνσης των επενδύσεων από την πλευρά οργανωμένων κτηνοτρόφων, αφού διαφαινόταν πως η προσφορά γάλακτος δεν ήταν ικανή για να καλύψει τις ανάγκες της παραγωγής Φέτας και άλλων γαλακτοκομικών. Ενδεικτικό είναι το σχόλιο που έρχεται από συντελεστές της αγοράς ότι όσο γάλα και αν είχαν, η παραγωγή θα έφευγε. Ίσως γι’ αυτό η νέα -προφορική βέβαια- εξασφάλιση ότι «πλέον η τιμή δεν είναι πρόβλημα» που μεταφέρουν σε κτηνοτρόφους οι γαλακτοβιομηχανίες, έχει βάθος. Πάντως και επί τούτου, οι επιπτώσεις στην αλυσίδα παραγωγής και εφοδιασμού από αυτές τις πρωτοφανείς συνθήκες φαίνεται ότι θα έχουν διάρκεια.