Αντίρροπες δυνάμεις στη ζώνη γάλακτος, υπονόμευση της φέτας με «λευκά τυριά» από τη ντόπια βιομηχανία
Πολλοί πιστεύουν ότι η λεπτή ισορροπία που επικράτησε τον τελευταίο χρόνο με τις τιμές παραγωγού σε υψηλά επίπεδα (περί το 1,70 ευρώ το κιλό για το πρόβειο γάλα) και τη ζήτηση της φέτας ζωηρή σε τέτοιο βαθμό που να δικαιολογεί αυτές τις τιμές της πρώτης ύλης, μάλλον είναι δύσκολο να συνεχισθεί επί μακρόν. Από την άλλη πλευρά βέβαια, το καλό πρόβειο και γίδινο γάλα υπολείπεται της ζήτησης που υπάρχει για την παραγωγή φέτας και κανείς από τους μεταποιητές (τυροκόμοι και γαλακτοβιομήχανοι) δεν ήθελε να θέσει σε κίνδυνο τη σχέση του με την παραγωγική βάση και τη ροή εισκομίσεων που με αγώνα έχει πετύχει.
Άλλωστε όλοι αναγνωρίζουν ότι η θέση των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων στο συγκεκριμένο κλάδο δεν έχει και πολλά περιθώρια αντοχής, επομένως, οι τιμές της πρώτης ύλης επιδρούν καθοριστικά, όχι μόνο στη δυνατότητα των μονάδων να συνεχίσουν το παραγωγικό τους έργο αλλά και να βελτιώσουν (μέσα από τις απαραίτητες επενδύσεις) τις υποδομές που χρειάζονται για τη σταθεροποίηση της ποιότητας στα επίπεδα που επιζητά η μεταποιητική βιομηχανία.
Σ΄αυτή την προοπτική, δύο είναι τα κρίσιμα ζητήματα. Πρώτον, τα κόστη παραγωγής των κτηνοτρόφων και κυρίως αυτά που συνδέονται με τη δαπάνη για ζωοτροφές και δεύτερον, τη ζήτηση της φέτας και τη δυνατότητα των μεταποιητικών μονάδων να μετακυλήσουν στο τελικό προϊόν την τιμή αγοράς της πρώτης ύλης. Το δεύτερο εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την οικονομική δυνατότητα των καταναλωτών να πληρώσουν τη δέουσα τιμή αλλά και από τις επί μέρους πολιτικές που υιοθετούν στο θέμα αυτό οι μεγάλες αλυσίδες λιανικής.
Η εικόνα την οποία καλλιεργούν το τελευταίο διάστημα παράγοντες από το χώρο των τυροκομικών επιχειρήσεων, δείχνει ότι η κατανάλωση της φέτας, κι όταν λέμε φέτα εννοούμε το προϊόν που παρασκευάζεται με σεβασμό στους κανόνες του ΠΟΠ, παρουσιάζει ισχυρά σημάδια κόπωσης. Κάποια μάλιστα σπεύδουν να διευκρινίσουν ότι η κόπωση αυτή δεν σημαίνει ότι ο κόσμος σταμάτησε να δείχνει την προτίμησή του στο συγκεκριμένο τυρί αλλά τα δίκτυα διακίνησης (από τις μεταποιητικές μονάδες μέχρι τις αλυσίδες λιανικής και την εστίαση) σπεύδουν να προτείνουν στον καταναλωτή εναλλακτικές εκδοχές της φέτας και ειδικότερα λευκά τυριά τα οποία σε καμιά περίπτωση δεν απαιτούν το κόστος πρώτης ύλης που προϋποθέτει σ’ αυτή τη φάση η παρασκευή της φέτας.
Πιο συγκεκριμένα, τα λευκά τυριά περί των οποίων ο λόγος, από τη στιγμή που απεκδύονται του όρου φέτα, μπορούν να παρασκευασθούν είτε από εισαγόμενο γάλα και γάλα σε σκόνη, δηλαδή δεύτερης ποιότητας και ανάλογου κόστους, είτε ακόμα από αγελαδινό γάλα (ντόπιο και εισαγόμενο) το οποίο κινείται στο χαμηλότερα από το 1/3 τιμής που παρουσιάζει τον τελευταίο χρόνο το εγχώριο πρόβειο γάλα.
ΕΝΘΕΤΟ
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, το πως θα εξελιχθούν από τον ερχόμενο μήνα οι συμφωνίες στις οποίες θα κληθούν να καταλήξουν οι κτηνοτρόφοι με τους τυροκόμους (συμπεριλαμβανομένων και των μεγάλων γαλακτοβιομηχανιών), παραμένει μια άγνωστη εξίσωση. Σημειωτέον ότι το τελευταίο διάστημα έχουν αρχίσει να παίρνουν ξανά την ανιούσα και οι τιμές των ζωοτροφών και κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά το αντίτιμο το οποίο θα κληθούν να καταβάλουν οι κτηνοτροφικές επιχειρήσεις που δεν είχαν την οικονομική ευχέρεια να προμηθευτούν τις αναγκαίες ποσότητες μέσα στ’ αλώνια και όσο τα σιτηρά τουλάχιστον βρίσκονταν στο ήμισυ της τιμής στην οποία είχαν φθάσει τον προηγούμενο χρόνο. Επιπλέον, οι συνθήκες καύσωνα διαρκείας που βιώνει η χώρα το τελευταίο διάστημα, σε συνδυασμό με τις πυρκαγιές σε πολλές περιοχές, έχει σοβαρές και προφανώς δυσμενείς επιπτώσεις στη διαχείριση του ζωικού κεφαλαίου και στην ομαλή τροφοδοσία των μονάδων με ζωοτροφές.