Περισσότερες από 10.000 φάρμες προβάτων και αιγών, με περισσότερα από 500.000 κεφάλια ζωικό κεφάλαιο αυτής της κατηγορίας, έχουν λείψει από τον συγκεκριμένο κλάδο την τελευταία τριετία, κάνοντας την εξεύρεση πρώτης ύλης ακόμα πιο δύσκολη, την ώρα που νέες μονάδες παρασκευής τυροκομικών και ειδικότερα φέτας έχουν κάνει την εμφάνισή τους, κυρίως σε ορεινές περιοχές.
Προς το παρόν δείχνει να επιτυγχάνεται μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα στους συντελεστές της συγκεκριμένης αγοράς, ωστόσο, οι πιέσεις που ασκούνται τον τελευταίο καιρό, κυρίως από την πλευρά των γαλατάδων, είναι μεγάλες και τα διλήμματα με τα οποία θα βρεθεί αντιμέτωπος τις επόμενες μέρες ο νέος υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Λευτέρης Αυγενάκης, είναι πολλά.
Αν δεν δοθεί η δέουσα προσοχή στις αντίρροπες δυνάμεις που αναπτύσσονται αυτόν τον καιρό, υπάρχει ο κίνδυνος, η ίδια κυβερνώσα παράταξη, να ανατρέψει το ιδιαίτερα καλό κλίμα που είχε διαμορφώσει με τις επιλογές του ο Μάκης Βορίδης (πρώτος υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης στην προηγούμενη κυβερνητική θητεία της ΝΔ) και η νέα περίοδος διακυβέρνησης να ξεκινήσει με… γκολ από τα αποδυτήρια.
Τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ πάντως έρχονται να αναδείξουν με τον πιο αποκαλυπτικό τρόπο την οριακή οικονομική συνθήκη στην οποία βρίσκονται χιλιάδες Έλληνες κτηνοτρόφοι, καθώς και τους κινδύνους που προοιωνίζονται για το σύνολο της αλυσίδας αξίας τα επόμενα χρόνια, ειδικά στην περίπτωση που η ζώνη γάλακτος πέσει στην παγίδα μιας κοντόφθαλμης διόρθωσης των τιμών. Όπως ήδη αναφέρθηκε, μόνο την τελευταία τριετία και ειδικότερα τις χρονιές 2020, 2021 και 2022, έχει μπει λουκέτο σε 10.688 αιγοπροβατοτροφικές μονάδες σε όλη τη χώρα.
Εκτός αγοράς 10.000 κτηνοτρόφοι
Από τις 93.739 αιγοπροβατοτροφικές μονάδες που λειτουργούσαν στη χώρα το 2020, παρέμειναν το 2023 στην αγορά οι 83.051, μια μείωση της τάξης του 11,4%, η οποία εκτός του ότι διαμορφώνει νέες ισορροπίες προσφοράς στο πρόβειο και γίδινο γάλα, δίνει μια νέα συνθήκη ζήτησης για ζωοτροφές, που επηρεάζει τα δεδομένα σε καλλιέργειες από το μαλακό σιτάρι και το κριθάρι, μέχρι το καλαμπόκι, τα τριφύλλια και άλλες χονδροειδείς ζωοτροφές στην παραγωγή των οποίων δραστηριοποιούνται δεκάδες χιλιάδες αγρότες.
Και αυτό γιατί η μείωση αυτή δεν περιορίζεται στον αριθμό των εκμεταλλεύσεων, αλλά και στο διαθέσιμο ζωικό κεφάλαιο της χώρας, το οποίο μέσα στη διετία υποχώρησε κατά 4,9%, ήτοι 532.000 περίπου λιγότερα παραγωγικά πρόβατα και αίγες.
Τα νέα δεδομένα έρχονται να περιπλέξουν την κατάσταση γύρω από την υπόθεση της Φέτας, αφού η αιχμή του δόρατος των ελληνικών εξαγωγών τυριού, εξακολουθεί να γνωρίζει ιδιαίτερη ζήτηση στις αγορές του εξωτερικού και με την προϋπόθεση ότι ο νόμος του ΠΟΠ τηρείται στο ακέραιο, δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια μείωσης του ζωικού κεφαλαίου και του παραγωγικού δυναμικού στη ζώνη γάλακτος. Άλλωστε, η εµπειρία των τελευταίων ετών διδάσκει ότι η αγορά, όχι µόνο έχει τη διάθεση αλλά είναι και σε θέση να πληρώσει µια υψηλότερη τιµή για τη φέτα, αρκεί να ξέρει πως είναι φέτα, είναι ελληνική και τηρεί µε ευλάβεια την προβλεπόµενη συνταγή.
Με δεδομένο ότι η συρρίκνωση του ζωικού κεφαλαίου στη χώρα έγινε σε μια περίοδο κατά την οποία οι τιμές για το γάλα κινήθηκαν ανοδικά, έρχονται να υποστηρίξουν την άποψη ότι είναι αναγκαία η διατήρηση των τιμών για το πρόβειο γάλα που στις αρχές της τρέχουσας γαλακτοκομικής περιόδου έπιασε τα 1,70 με 1,80 ευρώ το κιλό. Οι τιμές αυτές διαμορφώθηκαν σε μια συνθήκη που είδε τις τιμές σε κριθάρι, τριφύλλι και καλαμπόκι να πιάνουν ιστορικά υψηλά και δεν ήταν αρκετές για να εξασφαλίσουν μια βιώσιμη ανάπτυξη των κτηνοτροφικών μονάδων. Τώρα, με την υποχώρηση των τιμών η κάπως καλύτερη κερδοφορία των κτηνοτροφικών µονάδων θα µπορούσε να οδηγήσει ξανά σε επενδύσεις, σε αύξηση του ζωικού κεφαλαίου και σε αύξηση της παραγωγής.
Συρρίκνωση παντού
Αναλυτικότερα, τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που δημοσιεύθηκαν προ ολίγων ημερών, έδειξαν μειώσεις τόσο στον αριθμό των ζώων ανά είδος, δηλαδή χοίροι, βοοειδή, πρόβατα και αίγες, όσο και σε ζωικές μονάδες, καθώς και μειώσεις στον αριθμό των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων για όλα τα είδη, κατά το χρονικό διάσημα των ετών 2020 έως 2022.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των ερευνών ζωικού κεφαλαίου, κατά το χρονικό διάστημα 2020 – 2021 – 2022, παρατηρούνται οι ακόλουθες μεταβολές ως προς τον αριθμό των ζώων και των εκμεταλλεύσεων.
Ο αριθμός των προβάτων μειώθηκε κατά 4,1% το 2022 σε σχέση με το 2021 και κατά 0,4% το 2021 σε σχέση με το 2020. Συγκεκριμένα, ο αριθμός των προβάτων ανήλθε σε 7.378.357 ζώα το 2022 έναντι 7.690.930 ζώων το 2021 και 7.721.800 ζώων το 2020. Επίσης μείωση παρατηρείται στον αριθμό των εκμεταλλεύσεων που εκτρέφουν πρόβατα κατά 2,6% το 2022 σε σχέση με το 2021 και κατά 7,8% το 2021 σε σχέση με το 2020. Συγκεκριμένα, ο αριθμός των εκμεταλλεύσεων που εκτρέφουν πρόβατα ανήλθε σε 51.014 εκμεταλλεύσεις το 2022 έναντι 52.353 εκμεταλλεύσεων το 2021 και 56.761 εκμεταλλεύσεων το 2020.
Ο αριθμός των αιγών μειώθηκε κατά 5,6% το 2022 σε σχέση με το 2021 και κατά 0,4% το 2021 σε σχέση με το 2020. Συγκεκριμένα, ο αριθμός των αιγών ανήλθε σε 2.960.884 ζώα το 2022 έναντι 3.135.087 ζώων το 2021 και 3.149.008 ζώων το 2020.
Τέλος, μείωση παρατηρείται και στον αριθμό των εκμεταλλεύσεων που εκτρέφουν αίγες κατά 3,9% το 2022 σε σχέση με το 2021 και κατά 9,8% το 2021 σε σχέση με το 2020. Συγκεκριμένα, ο αριθμός των εκμεταλλεύσεων που εκτρέφουν αίγες ανήλθε σε 32.037
Με βάση τα παραπάνω αποτελέσματα των ερευνών ζωικού κεφαλαίου, ο αριθμός των βοοειδών ανά εκμετάλλευση αυξήθηκε κατά 1,1% το 2022 σε σχέση με το 2021 και κατά 3,8% το 2021 σε σχέση με το 2020. Συγκεκριμένα, ο αριθμός των βοοειδών ανά εκμετάλλευση ήταν 61,0 το 2022 έναντι 60,3 το 2021 και 58,1 το 2020.
Ο αριθμός των χοίρων ανά εκμετάλλευση αυξήθηκε κατά 5,3% το 2022 σε σχέση με το 2021 και κατά 17,0% το 2021 σε σχέση με το 2020. Συγκεκριμένα, ο αριθμός των χοίρων ανά εκμετάλλευση ήταν 155,1 το 2022 έναντι 147,2 το 2021 και 125,8 το 2020.
Ο αριθμός των προβάτων ανά εκμετάλλευση μειώθηκε κατά 1,5% το 2022 σε σχέση με το 2021 έναντι αύξησης κατά 8,0% το 2021 σε σχέση με το 2020. Συγκεκριμένα, ο αριθμός των προβάτων ανά εκμετάλλευση ήταν 144,6 το 2022 έναντι 146,9 το 2021 και 136,0 το 2020.
Ο αριθμός των αιγών ανά εκμετάλλευση μειώθηκε κατά 1,7% το 2022 σε σχέση με το 2021 έναντι αύξησης κατά 10,4% το 2021 σε σχέση με το 2020. Συγκεκριμένα, ο αριθμός των αιγών ανά εκμετάλλευση ήταν 92,4 το 2022 έναντι 94,0 το 2021 και 85,2 το 2020.